OPUS ALEXANDRINUM
Η μουσική των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας
Ιστορική Εισαγωγή
OPUS ALEXANDRINUM = «Έργον Αλεξανδρινόν».
Ο τίτλος του παρόντος πονήματος προέρχεται από τον ομώνυμο τύπο μωσαϊκού (επιδαπέδια διακοσμητική τεχνική με ψηφίδες), που αναπτύχθηκε στο Βυζάντιο ιδιαίτερα κατά τον 9ο αι. και στη συνέχεια διαδόθηκε στην Ιταλία, από όπου εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αποτελούνταν από μικροσκοπικές έγχρωμες πέτρες και υαλόμαζα, οι οποίες τοποθετούνταν με τέτοιον τρόπο ώστε να σχηματίζουν περίτεχνα γεωμετρικά μοτίβα. Σε αυτά πρόσθεταν κουκκίδες ημιπολύτιμων λίθων. Σύμφωνα με άλλες πηγές πρόκειται για επιδαπέδιο μαρμαροθέτημα, όπου οι ψηφίδες έμπαιναν σε πλαισιωμένο υπόβαθρο, και αναπτύχθηκε μεταξύ 4ου και 13ου αι.
Περίτεχνο μωσαϊκό αποτελούμενο από πολύτιμα μέλη υπήρξε και η πολυπολιτισμική κοινωνία της Αλεξάνδρειας στην αρχαιότητα. Αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τους επόμενους αιώνες και μέχρι τις μέρες μας, τόσο σε ό,τι αφορά τις επιστήμες, τα γράμματα, τις τέχνες, την επιχειρηματική δραστηριότητα και την οικονομική ευημερία, όσο και σε ό,τι αφορά την αρμονική συμβίωση και σύμπραξη των διαφορετικών πολιτισμικών στοιχείων που την απάρτιζαν. Το εισαγωγικό αυτό κείμενο σκοπεύει να καταδείξει πως η μουσική δημιουργία της νεότερης Αλεξάνδρειας ήταν απότοκο ενός κοσμοπολιτισμού με βαθιές ρίζες στην ανεπτυγμένη και κοσμοπολίτικη κοινωνία της αρχαίας πόλης.
ALEXANDREA AD AEGYPTUM
Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
Το πνεύμα των Ιώνων στην Αλεξάνδρεια
Η Αλεξάνδρεια ήταν εξαρχής, από τη θεμελίωσή της, συνδεδεμένη με το ελληνικό στοιχείο και εξελίχθηκε σε κέντρο του ελληνιστικού κόσμου. Αν και το ελληνικό πνεύμα που επινόησε την επιστήμη –την απαρχή της επιστημονικής έρευνας και την επικράτηση του ορθολογισμού έναντι της δεισιδαιμονίας– γεννήθηκε στην Ιωνία, η αλεξανδρινή κοινωνία ήταν εκείνη που αποκορύφωσε το πνεύμα των Ιώνων, έως ότου το αδιάλλακτο κομμάτι του Χριστιανισμού να επιφέρει βίαια το τέλος του αρχαίου κόσμου και την οπισθοδρόμηση της ελεύθερης σκέψης. Όπως και οι πόλεις της Ιωνίας, η Αλεξάνδρεια αγάπησε την έλλειψη δόγματος στον στοχασμό, την ανεξιθρησκία, τη γνώση ως αυτοσκοπό (αξίες του ουμανισμού).
Η ίδρυση της πόλης
Όταν οι Μακεδόνες έφτασαν στην τοποθεσία της μετέπειτα λαμπρής πόλης, αυτή δεν ήταν παρά μια παράκτια λωρίδα που εμπεριέκλειε μερικά χωριουδάκια –με μεγαλύτερο τη Ρακώτιδα–, εκτεινόμενη σε είκοσι χιλιόμετρα ακτής, οριοθετημένη από τη λίμνη Μαρεώτιδα. Αποτελούσε φυσικό λιμάνι με εύκρατο κλίμα. Ωστόσο οι Αιγύπτιοι δεν εκμεταλλεύτηκαν τις δυνατότητες του τόπου. Δεν είχαν βλέψεις στη θάλασσα, τους ενδιέφερε μόνο ο Νείλος. Ο μεγαλοφυής Αλέξανδρος Γ’ (ο Μέγας) διείδε τις δυνατότητες της τοποθεσίας και οραματίστηκε εκεί μια σημαντική μητρόπολη. Το 331 π.Χ. ανέθεσε την ανοικοδόμησή της στον περίφημο αρχιτέκτονα Δεινοκράτη τον Ρόδιο –που σχεδίασε τοπογραφικά και πολεοδομικά την πόλη με ένα τέλειο δίκτυο σε μορφή καννάβου (κατά το ιπποδάμειο πρότυπο)– και άφησε τη διακυβέρνησή της σε έμπιστο αξιωματικό του. Δεν πρόλαβε να δει ιδίοις όμμασι την ακμή της πόλης που θα έφερε το όνομά του και θα ενσάρκωνε τους οραματισμούς του. Πέθανε το 323 π.Χ. στη Βαβυλώνα, οκτώ χρόνια μετά την ίδρυση της Αλεξάνδρειας.
Η Αλεξάνδρεια των Λαγιδών (Πτολεμαϊκή Δυναστεία)
Η πόλη βίωσε κατά την ελληνιστική αρχαιότητα τρεις αιώνες αίγλης (323-31 π.Χ.) υπό την ηγεμονία των Λαγιδών (Πτολεμαίος Α’ έως Κλεοπάτρα Ζ’), οπότε καλλιεργήθηκε το ελληνικό πνεύμα. Η γνώση και η τέχνη αλληλοσυνδέονταν, η αναζήτηση της αλήθειας ταυτιζόταν με την αναζήτηση της ομορφιάς και όποιος φιλοδοξούσε να μεταδώσει τη γνώση του όφειλε να είναι και καλλιτέχνης.
Ο Πτολεμαίος Α’ ο Σωτήρ (367-282 π.Χ.), στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου και επικεφαλής της προσωπικής του φρουράς, μορφωμένος και συγγραφέας ιστορικών βιβλίων, κατά τη διανομή της αλεξανδρινής αυτοκρατορίας επέλεξε να αναλάβει τη θεωρούμενη ασήμαντη σατραπεία της Αιγύπτου, αποποιούμενος άλλες πλούσιες περιοχές της. Είχε διαβλέψει τις δυνατότητές της (εύφορο έδαφος, τοποθεσία προστατευμένη από επιδρομές, πληθυσμός υποταγμένος και εργατικός, αποτελεσματικά οργανωμένο γραφειοκρατικό σύστημα). Ως βασιλιάς της Αιγύπτου και ιδρυτής της δυναστείας των Λαγιδών-Πτολεμαίων (από κοινού με τη Βερενίκη Α’) εκσυγχρόνισε τη γεωργία, εξέλιξε την κτηνοτροφία, τη βιοτεχνία και το εμπόριο, προστάτευσε τις τέχνες και τις επιστήμες. Επί της βασιλείας του η Αλεξάνδρεια εξελίχθηκε στην πιο λαμπερή και κραταιά πόλη της Mare Nostrum. Υπήρξε ο «σωτήρας-γεφυροποιός» Ελλήνων και Αιγυπτίων, των δύο λαών που έπρεπε να συμβιώσουν. Οι Έλληνες ενσωμάτωσαν στην κουλτούρα τους αιγυπτιακά στοιχεία και οι Αιγύπτιοι (της Αλεξάνδρειας τουλάχιστον) εξελληνίστηκαν. Στην Αλεξάνδρεια συνυπήρχαν ο ορθολογισμός του ελληνικού κόσμου, η μακρόχρονη παράδοση των μυστηρίων της Ανατολής και η δεισιδαιμονία. Αποτέλεσμα ήταν η διαμόρφωση ενός τύπου κοσμοπολίτη με οικουμενική αντίληψη και έντονο το χαρακτηριστικό της ατομικότητας. Ο Αλεξανδρινός της ελληνιστικής, ρωμαϊκής και ύστερης αρχαιότητας που μιλούσε την ελληνιστική Κοινή αισθανόταν πρωτίστως πολίτης του κόσμου και έπειτα Αλεξανδρινός –και όχι Έλληνας, Ρωμαίος ή Αιγύπτιος. Η αίσθηση οικουμενικότητας απέτρεπε τον τοπικισμό. Ο Αλεξανδρινός συμπεριφερόταν ως άτομο. Αυτή η κληρονομιά συνόδευσε τους Αλεξανδρινούς μέχρι και τον 20ό αιώνα.
Η πόλη φημιζόταν για τον Φάρο (ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, γνωστό για τη μεγαλοπρεπή λευκότητα του φωτισμού του· ξεπερνούσε κατά τρία μέτρα τη μεγάλη πυραμίδα του Χέοπα, του ψηλότερου τότε οικοδομήματος), τη Νήσο Φάρο (επιμήκη νησίδα παράλληλη προς την παραλία της Αλεξάνδρειας, που ονοματοδότησε τον Φάρο), το Επταστάδιο (είδος γέφυρας, μόλου, επτά σταδίων που ένωνε τεχνητά την πόλη με τη Νήσο Φάρο), τα τρία λιμάνια της, δηλαδή τον Εύνοστο (το δυτικό λιμάνι –«της αίσιας επιστροφής»– που διέθετε μοναδικές στον τότε κόσμο διαστάσεις και εγκαταστάσεις, με το οποίο τέθηκαν τα θεμέλια μιας απαράμιλλης ανάπτυξης της ναυπηγικής), τον Μέγα Λιμένα και το Λιμάνι του Παλατιού (στο ακρωτήριο Λοχιάδα Άκρα), από τα οποία γινόταν μεγάλη διακίνηση κάθε λογής προϊόντων (η πόλη εξήγαγε μάρμαρο, γυαλί, παπύρους, φαρμακευτικά είδη, χειρουργικά εργαλεία, πολύτιμες πέτρες, πολυτελή αντικείμενα). Ξακουστή ήταν επίσης η Κανωπία λεωφόρος (πλατιά οδός, μοναδική στον αρχαίο κόσμο), το Σεράπειο (ναός του Σέραπι, του κατασκευασμένου ελληνιστικού θεού, αποδεκτού και από τους δύο λαούς), το Καισάρειο (κτίσμα που ανήγειρε η Κλεοπάτρα Ζ’ προς τιμή του δολοφονημένου εραστή της Καίσαρα, έδρα του ρωμαϊκού πανεπιστημίου, σύμβολο της ρωμαϊκής ισχύος) και η Βασιλική συνοικία που καταλάμβανε το ένα τρίτο της πόλης. Κάθε μονάρχης, επιδιώκοντας να ξεπεράσει σε καλαισθησία και πολυτέλεια τον προγενέστερο, οικοδομούσε το δικό του ανάκτορο, καθώς και νέους πολυτελείς ναούς, μαυσωλεία, κήπους και πάρκα. Τα επιτεύγματα στην αρχιτεκτονική και γλυπτική τέχνη ήταν διαρκή. Και τα μεγαλοπρεπή μέγαρα των ευγενών ανταγωνίζονταν σε αίγλη και λαμπρότητα το ένα το άλλο. Τα κτήρια εξέπεμπαν με τις πολυτελείς, μαρμάρινες προσόψεις τους εκτυφλωτική λάμψη.
Μα πάνω από όλα τα θαυμαστά η πόλη μνημονεύεται έως σήμερα για τους ναούς της γνώσης: το Μουσείο (ίδρυμα αφιερωμένο στις μούσες, τις προστάτιδες των τεχνών και επιστημών, εμπνευσμένο από το αριστοτελικό Λύκειο· υπήρξε το πρώτο και μοναδικό μεγάλο ίδρυμα επιστημονικών ερευνών στην Αυτοκρατορία), τη μεγάλη Μητρική Βιβλιοθήκη του Βρουχίου (γνωστή ως Βιβλιοθήκη Αλεξανδρείας), καθώς και τη βιβλιοθήκη του Σεραπείου, τη λεγόμενη Θυγατρική Βιβλιοθήκη (συμπλήρωμα της Μητρικής Βιβλιοθήκης) στη συνοικία της Ρακώτιδας. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, μετά την καταστροφή του Μουσείου και της Μητρικής Βιβλιοθήκης, η Θυγατρική Βιβλιοθήκη του Σεραπείου φιλοξένησε ό,τι διασώθηκε και αποτέλεσε το μοναδικό πλέον κέντρο ερευνών της αυτοκρατορίας. Τα τρία αυτά ιδρύματα υπήρξαν έργα του Πτολεμαίου Β’ του Φιλάδελφου (309-246 π.Χ.), καλλιεργημένου βασιλέα και συγγραφέα τραγωδιών. Χάρη σε αυτά η Αλεξάνδρεια εξελίχθηκε στο πλέον σημαίνον πολιτιστικό κέντρο της Μεσογείου, σε κοιτίδα της τεχνικής προόδου και των τεχνών. Ο Πτολεμαίος Β’ ανέθεσε τη διεύθυνση της Βιβλιοθήκης στον σοφό δάσκαλό του Ζηνόδοτο τον Εφέσιο. Η μεγάλη αυτή οργανωμένη βιβλιοθήκη συγκέντρωσε όλη τη φιλολογική, φιλοσοφική και επιστημονική παραγωγή της Ελλάδας. Πολιτική του Μουσείου, το οποίο λειτούργησε ως μόνιμο κέντρο επιστημονικής έρευνας, αποτέλεσε η προσφορά στέγης, μισθού και ό,τι αναγκαίου για μελέτη στους σπουδαιότερους εκπροσώπους της γνώσης, εξασφαλίζοντάς τους τη δυνατότητα αφιέρωσης στην καθαρή έρευνα με πλήρη προσωπική και πολιτική ασφάλεια. Έτσι η Αλεξάνδρεια υπήρξε για περισσότερο από πέντε αιώνες το μεγαλύτερο κέντρο βιβλίων και ερευνών του αρχαίου κόσμου. Μεταξύ άλλων κατέστη κέντρο της μαθηματικής έρευνας και της εφευρετικότητας. Τα επιτεύγματά της ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, ενώ χρειάστηκαν πολλοί αιώνες προτού η ανθρωπότητα αναπτυχθεί τόσο ώστε να εφαρμόσει πρακτικά τις μαθηματικές γνώσεις των Αλεξανδρινών. Από την άλλη, η ιατρική επιστήμη αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε ασθενείς από ολόκληρη τη Μεσόγειο ταξίδευαν στην Αλεξάνδρεια για να εγχειριστούν. Οι γιατροί και οι χειρουργοί της, που επινόησαν την αναισθησιολογία, παρέμειναν περιζήτητοι και στα ρωμαϊκά χρόνια. Ανάμεσα στους επιφανέστερους μνημονεύονται ο Ηρώφιλος (ανακάλυψε τα νεύρα και πως ο εγκέφαλος είναι το κεντρικό όργανο από το οποίο ελέγχεται το νευρικό σύστημα) και ο Ερασίστρατος (μελέτησε το αγγειακό σύστημα διακρίνοντας τις φλέβες από τις αρτηρίες), οι οποίοι ασχολήθηκαν με την ανατομία και τη ζωοτομή, και μάλιστα έκαναν εγχειρήσεις σε ζωντανούς ανθρώπους. Αλλά και σε άλλους τομείς της γνώσης, όπως η αστρονομία, η μηχανική, η αρχιτεκτονική, η βοτανική, η ζωολογία, η γραμματική, η φιλολογία, η πόλη πρωτοπορούσε. Στους κόλπους της αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης αναπτύχθηκε για πρώτη φορά η επιστήμη της φιλολογίας (έρευνα, ταξινόμηση, αποκατάσταση, μελέτη και κριτική έκδοση μεγάλων κειμένων της ελληνικής γραμματείας), ενώ λειτούργησε επίσης σχολή μεταφραστών και κέντρο μεταγλώττισης ξενόγλωσσων επιστημονικών και λογοτεχνικών έργων. Η παραγωγή και η εξαγωγή βιβλίων υπήρξε τόσο μεγάλη που συναγωνιζόταν εκείνη των πολύτιμων λίθων.
Η Αλεξάνδρεια αποτελούσε τόπο συνάντησης και εγκατάστασης αστρονόμων, μαθηματικών, γεωγράφων, γιατρών, φιλοσόφων, συγγραφέων, τεχνιτών και καλλιτεχνών από όλες τις ακτές της Μεσογείου και ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Ανάμεσά τους ήταν ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (ο εμπνευστής του ηλιοκεντρικού μοντέλου του ηλιακού συστήματος), ο Αρχιμήδης ο Συρακούσιος (ο μεγαλύτερος μαθηματικός της αρχαιότητας που έθεσε τις βάσεις της υδροστατικής και στατικής, εξήγησε την αρχή του μοχλού, σχεδίασε καινοτόμες μηχανές), ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος (που αντελήφθη πως η γη είναι στρογγυλή και όλοι οι ωκεανοί και οι θάλασσες συνδέονται μεταξύ τους, όρισε επακριβώς το μήκος της περιφέρειας της γης, ανέλαβε την εκπαίδευση των γιων του Πτολεμαίου Γ’ και τη διεύθυνση της Βιβλιοθήκης). Όσο για τους Αλεξανδρινούς λογίους και επιστήμονες, σε αυτούς συγκαταλέγονται προσωπικότητες όπως ο Απολλώνιος ο Ρόδιος (επικός ποιητής και διευθυντής της Βιβλιοθήκης), ο Ευκλείδης (ιδρυτής της αλεξανδρινής σχολής μαθηματικών και πατέρας της γεωμετρίας), ο Μενέλαος (μαθηματικός και αστρονόμος που συνέλαβε και όρισε τη γεωδαισία), ο Διόφαντος (πατέρας της άλγεβρας), ο Κτησίβιος (ιδρυτής του Μουσείου, επινοητής της κλεψύδρας και της υδραύλεως), ο Ήρωνας (εφευρέτης του θερμόμετρου και της αιολόσφαιρας, της πρώτης ατμομηχανής), ο Πάππος (από τους τελευταίους Έλληνες μαθηματικούς της αρχαιότητας), ο Θέωνας (μαθηματικός και τελευταίος διευθυντής της Βιβλιοθήκης και του Μουσείου του Σεραπείου). Ξεχωριστή προσωπικότητα υπήρξε η Υπατία (370-415), η κόρη του Θέωνα, μαθηματικός, αστρονόμος και διευθύνουσα της νεοπλατωνικής σχολής στην Αλεξάνδρεια, η τελευταία μεγάλη επιστήμονας της αρχαιότητας και από τις συναρπαστικότερες μορφές στην ιστορία της ανθρώπινης διανόησης. Η Υπατία αντιπροσωπεύει τη διαμάχη μεταξύ των δυνάμεων του ορθολογισμού και του ανορθολογισμού, το απόγειο και τη δύση της επιστήμης στην αρχαιότητα. Η θανάτωσή της με λιντσάρισμα από παραβολάνους (φανατισμένους χριστιανούς) σηματοδότησε την απαξίωση και το τέλος του αρχαίου πολιτισμού.
Η περίπτωση της Υπατίας υπήρξε επίσης ενδεικτική της αντίληψης του κοινωνικού ρόλου της γυναίκας στην Αίγυπτο. Εκεί οι Έλληνες ήταν απαλλαγμένοι από την πατριαρχία, που στις κοινωνίες της Ελλάδας περιόριζε τη γυναίκα στον γυναικωνίτη ή την ωθούσε να γίνει εταίρα, προκειμένου να μπορέσει να λάβει παιδεία αντίστοιχη των αντρών και να αναδειχθεί στις τέχνες και τις επιστήμες. Ενώπιον του αιγυπτιακού νόμου οι γυναίκες υπήρξαν ισότιμες των αντρών, με δικαίωμα στην ιδιοκτησία, την κληρονομιά και την εμπορική δραστηριότητα. Εκπληκτικότερο ακόμα, και αδιανόητο για τον ελληνικό κόσμο, ήταν ότι στην Αίγυπτο οι γυναίκες κυβέρνησαν. Η Αρσινόη Β’ ηγήθηκε εκστρατειών και επέκτεινε την αυτοκρατορία. Η Κλεοπάτρα Ζ’ (η τελευταία των Πτολεμαίων), ευφυής, με ευρύτατη παιδεία, έσωσε την πόλη από την παρακμή, αλλά και την ολική καταστροφή μετά την ήττα στο Άκτιο το 31 π.Χ., θυσιάζοντας την ίδια της τη ζωή. Δεν τράπηκε σε φυγή προκειμένου να σώσει τον εαυτό της, αλλά επέστρεψε στην πόλη της παραδίδοντας στα χέρια του νικητή Οκταβιανού μιαν Αλεξάνδρεια και μιαν αυτοκρατορία εφάμιλλη με εκείνη των πρώτων Πτολεμαίων. Αυτοκτόνησε έχοντας πείσει τον Οκταβιανό για τα οφέλη που θα αποκόμιζε σεβόμενος την ακεραιότητα της πόλης. Ο κατάλογος των περίφημων γυναικών είναι μακρύς, ιδιαιτέρως κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πτολεμαίου Β’, και περιλαμβάνει την ηθοποιό Μύρτιον (στις παραστάσεις και τα συμπόσια της οποίας παρευρισκόταν η αλεξανδρινή αφρόκρεμα), τις επαγγελματίες αυλητρίδες Μνήσιδα και Ποθεινή (ο αυλός ήταν το όργανο που εκτιμούσαν ιδιαιτέρως οι διανοούμενοι της Αλεξάνδρειας), τη γλύπτρια Κλίνη, την ποιήτρια Στρατονίκη, την ολυμπιονίκη αρματοδρόμο Βελεστίχη. Η περίπτωση της τελευταίας σκιαγραφεί έντονα τη διαφορετική αντίληψη μεταξύ των Ελλήνων της Ελλάδας και εκείνων της Αλεξάνδρειας. Οι πρώτοι χαρακτήρισαν τη Βελεστίχη ξεδιάντροπη που διείσδυσε σε χώρο ανδρικό, ενώ οι δεύτεροι την υποδέχθηκαν με τιμές που άρμοζαν σε ρωμαίο αυτοκράτορα.
Η υπεροχή της Αλεξάνδρειας και κατά τη ρωμαϊκή περίοδο
H Αλεξάνδρεια εξακολουθούσε να είναι η πιο κραταιά πόλη της αυτοκρατορίας και στους ρωμαϊκούς χρόνους, επισκιάζοντας τη Ρώμη αλλά και τη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη. Ανήκε στο ανατολικό, το πιο εύρωστο πνευματικά και οικονομικά τμήμα της αυτοκρατορίας, αποτελούσε μάλιστα την πλουσιότερη επαρχία της, ενώ ολόκληρη η Αίγυπτος συνιστούσε τον σιτοβολώνα της Ρώμης. Οι ρωμαίοι αυτοκράτορες φάνταζαν ως έκθαμβοι αγροίκοι μπροστά στο μεγαλείο της Αλεξάνδρειας. Την αντέγραφαν για να προσδώσουν αίγλη στη Ρώμη. Στους αλεξανδρινούς χωρομέτρες είχε απευθυνθεί ο Αύγουστος για να συντάξουν τον τοπογραφικό χάρτη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο δε Καίσαρας στους αλεξανδρινούς αστρονόμους για τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου (από ρωμαϊκό σε Ιουλιανό). Παρά τα σοβαρά πλήγματα που είχε υποστεί η πόλη (καταστροφή της Μητρικής Βιβλιοθήκης, μερική επί κατοχής Καίσαρα το 48 π.Χ. και μεγαλύτερη από τον Διοκλητιανό πιθανόν το 297), παρέμενε το σημαντικότερο κέντρο της επιστημοσύνης, της γνώσης, της τέχνης, ακόμα και στα χρόνια της παρακμής του ρωμαϊκού κόσμου (τον 4ο αι.), όταν στην Αθήνα δεν απέμενε παρά το όνομα από το παλαιό της κλέος, η Ρώμη απαξιούσε –ανέκαθεν εξάλλου– τη μαθηματική σκέψη, ενώ η Κωνσταντινούπολη συναγωνιζόμενη σε επιδειξιομανία τη Ρώμη σπαταλούσε προς εντυπωσιασμό. Οι Αλεξανδρινοί επιδίδονταν σε έναν τρόπο ζωής χαλαρό και κοσμοπολίτικο, ωσάν να βίωναν ακόμα την ευημερία των πρώτων Λαγιδών. Έχοντας πλήρη συνείδηση της πνευματικής τους ανωτερότητας, χαρακτηρίζονταν και από ένα πνεύμα ειρωνείας που χλεύαζε την έλλειψη πνευματικής ελευθερίας και εκλέπτυνσης. Αποτελούσαν τον «Arbiter elegantiarum», τον κριτή καλαισθησίας ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικά αλεξανδρινή ήταν η σαρκαστική κολακεία προς τους ισχυρότερους στρατιωτικά ρωμαίους ηγεμόνες, τους οποίους ήταν υποχρεωμένοι να υπακούουν, ενώ έβρισκαν ικανοποίηση στο να τους γελοιοποιούν και να τους εκφράζουν τις πιο δυσάρεστες αλήθειες.
Το τέλος της αλεξανδρινής ακμής και του αρχαίου κόσμου
Κατά τον 4ο αι. η ολοένα αυξανόμενη πολιτική δύναμη των χριστιανών άρχισε να κλονίζει σταδιακά τον ελληνικό κόσμο της ελεύθερης διανόησης. Με εξαίρεση την περίοδο της σύντομης βασιλείας του Ιουλιανού (361-363), ο οποίος υπήρξε λόγιος και επεδίωξε την αναγέννηση του ελληνικού πνεύματος, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες (στην πλειονότητα στρατιωτικοί) στράφηκαν ενάντια σε ό,τι έκριναν «παγανιστικό», συνεπακόλουθα και σε ό,τι ελληνικό. Ιδιαιτέρως ο Θεοδόσιος Α’ (347-395) ακολούθησε αδιάλλακτη θρησκευτική πολιτική. Στην Αίγυπτο οι λόγιοι πάλεψαν για το πολιτιστικό κεφάλαιο των Ιώνων και την ελευθερία της σκέψης. Εντούτοις ο φανατισμός των παραβολάνων επικράτησε. Τα κηρύγματα του επισκόπου Κύριλλου Α’ κατά των Εθνικών είχαν βρει ανταπόκριση στους κοινωνικά ταπεινωμένους. Στα τέλη του 4ου αι. οι καταστροφές κορυφώθηκαν. Η επίθεση κατά της επιστήμης υπήρξε βίαιη. Σταμάτησαν να δίνονται επιχορηγήσεις προς τα ιερατεία των Εθνικών, απαγορεύτηκαν τα δημόσια θεατρικά και μουσικά δρώμενα, αυξήθηκε η οχλοκρατική βία εναντίον των αρχαίων ναών και αγαλμάτων. Στην Αλεξάνδρεια το 390 κατά τη διάρκεια ταραχών που προκάλεσαν φανατικοί χριστιανοί με επικεφαλή τον επίσκοπο Θεόφιλο, η Βιβλιοθήκη του Σεραπείου, υπέστη σοβαρές ζημίες. Το 392 καταστράφηκε ο μεγάλος ναός του Σέραπι και οι χώροι του Μουσείου. Το 394, όταν ο Θεοδόσιος Α’ νίκησε τις δυνάμεις της Δύσης στη μάχη του ποταμού Φρίγιδου (η πρώτη «θρησκευτική» μάχη στην ιστορία της ανθρωπότητας) έγινε μονοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Και η Αλεξάνδρεια, που έδωσε στον τομέα του πνεύματος περισσότερα από όσα πήρε, έπαψε πλέον να είναι το λαμπρό κέντρο του αρχαίου κόσμου. Το 641, με την επικράτηση του Ισλάμ στην Αίγυπτο, σήμανε οριστικά το τέλος των αλεξανδρινών ιδρυμάτων και της επιστημονικής παραγωγής του αρχαίου κόσμου.
Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ (16ος – πρώιμος 20ός αιώνας)
Ήδη πριν από την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς τον 16ο αι., η νεότερη Αίγυπτος είχε προσελκύσει πληθυσμούς από τον ελλαδικό χώρο, φαινόμενο που αποδίδεται σε πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους, αλλά και στην ιδιοσυγκρασία του ανήσυχου, περιπλανώμενου Έλληνα. Στη Νειλοχώρα οι Έλληνες δημιούργησαν ελληνική παροικία και ασκούσαν πρωτίστως εμπορική δραστηριότητα. Η εγκατάσταση Ελλήνων μεταναστών –κυρίως Δωδεκανήσιων– που ασχολούνταν με το εμπόριο συνέχισε και στα μετέπειτα χρόνια, όταν η χώρα τελούσε πλέον υπό οθωμανική κυριαρχία. Από τις αρχές του 19ου αι., επί ηγεμονίας Μωχάμετ Άλη (1770/1-1849), η παρουσία των Ελλήνων έγινε πιο έντονη. Ο δημιουργός της Νέας Αιγύπτου εκδυτικοποίησε τη χώρα, πραγματοποίησε έργα υποδομής και εισήγαγε την καλλιέργεια βαμβακιού. Η πολιτική του γεννημένου στην Καβάλα ηγέτη υπήρξε φιλελληνική. Τότε δημιουργήθηκαν ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες για τους Έλληνες επιχειρηματίες στην Αίγυπτο, οι οποίοι έχαιραν προνομιακής αντιμετώπισης ακόμα και μετά την καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο το 1827. Εκτιμήθηκε το καινοτόμο πνεύμα και η αξιοπιστία τους. Οι Έλληνες επιχειρηματίες ανέπτυξαν δραστηριότητα εμπορική, τραπεζική-χρηματιστηριακή, ναυτιλιακή (η ελληνική ναυτιλία είχε ισχυρή παρουσία στην αιγυπτιακή οικονομία), σε ένα βαθμό και βιομηχανική. Συμμετείχαν στην ίδρυση ασφαλιστικών, κτηματικών και τουριστικών εταιρειών, καθώς και στη σύσταση της εταιρείας ύδρευσης-άρδευσης. Ο Μωχάμετ Άλη βασίστηκε στους Έλληνες (υπήρξαν αξιόπιστοι επόπτες) για την παραγωγή και εξαγωγή βάμβακος, που επέφερε εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη, και γενικότερα για την εξέλιξη της Αιγύπτου στα πρότυπα της ανεπτυγμένης Ευρώπης (υιοθέτηση δυτικών θεσμικών προτύπων και υποδομών ανάπτυξης). Στην ουσία οι Έλληνες πάροικοι στην Αίγυπτο υποκατέστησαν την ελλιπή αιγυπτιακή αστική τάξη και συνέβαλαν στη διαδικασία διαμόρφωσης στελεχών και διανοουμένων, απαραίτητων στην οικονομικοκοινωνική ζωή της χώρας. Επωφελήθηκαν της ευκαιρίας πλουτισμού και δημιούργησαν κολοσσιαίες περιουσίες. Η ανοδική τους πορεία και ακμή σημειώθηκε κυρίως από τα μέσα του 19ου αι. μέχρι τον Μεσοπόλεμο.
Κέντρο ανάπτυξης του Ελληνισμού της Αιγύπτου υπήρξαν πρωτίστως η Αλεξάνδρεια και το Κάιρο, αλλά ελληνικές παροικίες δημιουργήθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα. Το 1843 ιδρύθηκε στην Αλεξάνδρεια η πρώτη ελληνική κοινότητα με πρώτο πρόεδρο τον Μιχαήλ Τοσίτσα (1789-1856), ηγετική μορφή του αιγυπτιώτικου ελληνισμού και ευνοούμενου του Αλή Μπέη. Χάρη στη διορατικότητα του Τοσίτσα η κοινότητα αναπτύχθηκε, απέκτησε ιδρύματα (ελληνικό νοσοκομείο, σχολείο, ιερό ναό, κοιμητήριο, τα οποία μάλιστα τέθηκαν υπό τη δικαιοδοσία της ελληνικής κυβέρνησης και την επιτήρηση του ελληνικού προξενείου) και οργάνωση. Ο ελληνισμός συσπειρώθηκε γύρω από την Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας –η οποία αποτέλεσε πρότυπο και για τις υπόλοιπες ελληνικές κοινότητες της Αιγύπτου– και το Πατριαρχείο, και καλλιέργησε το εθνικό του φρόνημα. Συγχρόνως όμως ανέπτυξε κοσμοπολίτικη δραστηριότητα και κουλτούρα, καθώς και υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Η πληθυσμιακή, οικιστική και οικονομική ανάπτυξη της Κοινότητας προσέλκυσε επιπλέον Έλληνες εμπόρους, τεχνίτες και υπάλληλους. Έτσι σχηματίστηκε μια ισχυρή μικρομεσαία αστική τάξη, η οποία πλαισιωνόταν από εξήντα-εβδομήντα μεγαλοαστικές οικογένειες, καθώς και από έναν μικρότερο πληθυσμό εργατών. Ωστόσο, παρά την κοινωνική διαστρωμάτωση, η κοινότητα χαρακτηριζόταν από συνοχή και αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη της. Τότε αναπτύχθηκε και η συνοικία της Ιμπραημίας, το παραδοσιακά μεγάλο κέντρο του ελληνισμού στην Αλεξάνδρεια, το οποίο ακόμη και σήμερα φιλοξενεί μέρος των εναπομεινάντων Αιγυπτιωτών Ελλήνων. Η πνευματική και οικονομική ευρωστία, έως τα μέσα περίπου του 20ού αι., τροφοδοτούσε τον κοσμοπολιτισμό της Αλεξάνδρειας, παραπέμποντας κατά έναν τρόπο στον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της πτολεμαϊκής και ρωμαϊκής περιόδου. Σε αυτή την κοινότητα οφείλει τα μέγιστα η ελλαδική κοινωνία (το εθνικό κέντρο), αφού η ανάπτυξη του ελληνικού κράτους επετεύχθη σε μεγάλο βαθμό χάρη στην αλεξανδρινή ευποιία.
Ευνοϊκή συνέχισε να είναι η θέση των Ελλήνων και κατά τη διάρκεια της βρετανικής κυριαρχίας (από το 1882) στην Αίγυπτο, οπότε και συντελέστηκε μεγάλη εμπορική και χρηματιστική διείσδυση των ευρωπαϊκών μητροπόλεων στην αγορά και οικονομία της Αιγύπτου. Συναφής με αυτήν ήταν η δραστηριότητα των Αιγυπτιωτών Ελλήνων. Τότε (αμέσως μετά την επικράτηση των Βρετανών) δημιουργήθηκε το περίφημο Quartier Grec, η αριστοκρατική συνοικία των Ελλήνων στη γειτονιά Σάτμπι της Αλεξάνδρειας. Ο ελληνισμός της Αιγύπτου ευημέρευσε πορευόμενος μέσα στο βασισμένο στην αποικιοκρατία παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, υποκαθιστώντας την ατροφική (μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) αιγυπτιακή αστική τάξη. Όμως το οικονομικό κραχ του 1929 και η κατάρρευση του αποικιακού συστήματος έπληξαν την ευημερία του. Η νασερική πολιτική («η Αίγυπτος στους Αιγύπτιους») και οι κοινωνικές και αντι-ιμπεριαλιστικές μεταρρυθμίσεις που αυτή επέφερε από το 1957 αποτέλεσαν το τελειωτικό χτύπημα. Ωστόσο στο διάστημα από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960 η ομογένεια της Αλεξάνδρειας και της Αιγύπτου εν γένει έβαλε τη δική της σημαίνουσα σφραγίδα στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της Νειλοχώρας.
Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ (19ος και 20ός αιώνας)
Η οικονομική εποποιία των Αιγυπτιωτών Ελλήνων του 19ου και 20ού αι. καλλιέργησε γόνιμο έδαφος και για την ανάδειξη της διανόησης και των τεχνών. Υπό αυτές τις συνθήκες η ελληνική παροικία ανέπτυξε αξιοθαύμαστη λόγια μουσική δραστηριότητα που επηρεαζόταν από –αλλά επίσης επηρέαζε– την ανάλογη της διεθνούς κοινότητας εν Αιγύπτω. Ειδικά οι Αλεξανδρινοί είχαν πολλές ευκαιρίες να παρακολουθήσουν συναυλίες ποικίλων ειδών μουσικής που έδιναν οι φιλαρμονικές, οι ορχήστρες, οι χορωδίες και οι μαντολινάτες των πολυάριθμων σωματείων της πόλης, καθώς και παραστάσεις όπερας και οπερέτας, ρεσιτάλ σολιστών (τραγουδιού, πιάνου, βιολιού κ.ά.) που προέρχονταν τόσο από την Αλεξάνδρεια, όσο και από την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Τα ελληνικά μουσικά σωματεία και σύνολα
Η συμβολή των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας στη μουσική παραγωγή υπήρξε μεγάλη και σημαίνουσα. Πολλά ήταν τα οργανικά και χορωδιακά σύνολα (οι λεγόμενοι όμιλοι) που διατηρούσαν οι ελληνικοί φορείς, ενώ τις συναυλίες τους παρακολουθούσε και η διεθνής κοινότητα της πόλης.
Η αρχή έγινε το 1893 όταν ο Κερκυραίος Ναπολέων Λαμπελέτ εγκαταστάθηκε (για δύο χρόνια) στην Αλεξάνδρεια. Ο αναγνωρισμένος συνθέτης, πιανίστας και μαέστρος συνέλαβε την ιδέα μιας Μουσικής Ακαδημίας, δίδαξε, συνέθεσε, ανέβασε έργα και ίδρυσε μια χορωδία που κέρδισε τις εντυπώσεις και οδήγησε την ίδια χρονιά στη σύσταση της Ελληνικής Φιλαρμονικής Εταιρείας Αλεξανδρείας. Ο πρώτος αυτός ελληνικός μουσικός φορέας της πόλης, που έπαιζε στις δημόσιες εκδηλώσεις της ελληνικής παροικίας αλλά και σε άλλες συναυλίες με διεθνές κοινό, εκπροσώπησε επάξια την ομογένεια στην απαιτητική μουσικά κοινωνία της πόλης. Επιπλέον ενίσχυσε τον αταξικό χαρακτήρα της μουσικής, η οποία δεν αποτελούσε πλέον αποκλειστικό προνόμιο των εύπορων, αλλά –και αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό– συνένωνε όλο το ελληνικό στοιχείο. Μέσα στους κόλπους της Ελληνικής Φιλαρμονικής Εταιρείας ο μαέστρος και συνθέτης Νικόλαος Συναδινός ίδρυσε τη «Société Musicale» (μια διεθνή μουσική εταιρεία), και οργάνωσε και διηύθυνε την επαγγελματική της ορχήστρα που ερμήνευε συμφωνική μουσική επικεντρώνοντας στο έργο του Richard Wagner. Η δε Φιλαρμονική μακροημέρευσε δίνοντας συναυλίες μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Το 1902 ιδρύθηκε ο Μουσικός Όμιλος «Ορφεύς» που συγκρότησε μαντολινάτα και μεικτή χορωδία «για την εκτέλεση νυκτωδιών», έδωσε εξαιρετικές συναυλίες και εξέδωσε το Ορφεύς, το πρώτο ελληνικό μουσικό περιοδικό (1910-1912). Το 1915 από την ένωση δύο προγενέστερων συλλόγων προέκυψε η Ελληνική Ένωσις «Αισχύλος-Αρίων» που λειτούργησε υποδειγματικά στα χρόνια της πλούσιας δραστηριότητάς της, ίδρυσε βιβλιοθήκη, μουσικό και δραματικό τμήμα, τύπωνε περιοδικό, ενώ είχε τη φροντίδα πολλών ιδρυμάτων και έπαιρνε πρωτοβουλία σε θέματα πνευματικής και καλλιτεχνικής διαμόρφωσης των ομογενών. Με τη μύηση των Αλεξανδρινών στη μουσική, είτε ως ενεργά συμμετέχοντες στην ορχήστρα και χορωδία του «Αισχύλου» είτε ως ακροατές, διαμόρφωνε «τη φυσιογνωμία του τέλειου ερασιτέχνη, του ντιλετάντη, του κοσμοπολίτη εραστή της μουσικής, που ξέρει να ψυχαγωγεί και να ψυχαγωγείται, να διδάσκει και να διδάσκεται, να κινείται με άνεση στον προθάλαμο του επαγγελματισμού, να συνυπάρχει με τους καταξιωμένους ή με εκκολαπτόμενους καλλιτέχνες», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Μάρω Φιλίππου. Σημαντική ήταν και η δράση του Ομίλου Φιλομούσων (1917), των σωματείων «Παρνασσός» και «Απόλλων» (1917), της Ελληνικής Μουσικής Εταιρείας (1925) που με πρωτοβουλία του Σπυρίδωνα Παπασταθόπουλου προσπάθησε να εισαγάγει τον θεσμό των λαϊκών συναυλιών με χαμηλό εισιτήριο (δεν κατάφερε όμως να τον καθιερώσει, μιας και η παρουσία της «Société des Concerts d’ Αlexandrie» που ιδρύθηκε την ίδια περίοδο και οργάνωνε συναυλίες με κορυφαίους διεθνείς σολίστες υπήρξε πιο ισχυρή), της Ελληνικής Καλλιτεχνικής Ένωσις Αλεξανδρείας (αρχές δεκαετίας 1930). Η πόλη διέθετε σπουδαία θέατρα και αίθουσες εκδηλώσεων, όπου έδιναν συναυλίες και τα ελληνικά σωματεία και μουσικά σύνολα (πέρα από τις δικές τους μικρές σκηνές). Τέτοια ήταν το Θέατρο Αλάμπρα, το Θέατρο Μπελβεντέρε, η Αίθουσα Λιφόρντι, η αίθουσα της Αμερικανικής Αποστολής, η Αίθουσα Παπαζιάν, το Ξενοδοχείο-Καζίνο Σαν Στέφανο, το Ξενοδοχείο Κλάριτζ, το Κινηματοθέατρο Ριάλτο, το Θέατρο Λούνα Παρκ στην Ιμπραημία (τη συνοικία της πόλης που έσφυζε από ελληνικό πληθυσμό), το Conservatoire de Musique d’ Alexandrie (που ίδρυσε το 1945 ο ελληνοϊταλικής καταγωγής Αλεξανδρινός μαέστρος και πιανίστας Piero Guarino), τα κοσμικά κέντρα L’Aiglon, Chatby και Μεγάλος Αθηναίος. Όμως και ο ελληνισμός της Αλεξάνδρειας διέθετε το δικό του εξαιρετικής αισθητικής και ακουστικής ευρωπαϊκό θέατρο, το περίφημο Θέατρο Ζιζίνια που ανήγειρε το 1865 (στην οδό Ροζέττης, μετέπειτα Φουάτ) ο επιφανής Αλεξανδρινός Στέφανος Ζιζίνιας. Στη σκηνή του ανέβηκαν παραγωγές πολυάριθμων ευρωπαϊκών δραματικών και λυρικών θεάτρων με την αφρόκρεμα διάσημων πρωταγωνιστών της εποχής, όπως η παραγωγή της όπερας Madama Butterfly που παρακολούθησε και ο ίδιος ο συνθέτης Giacomo Puccini. Το θέατρο δυστυχώς κατεδαφίστηκε και στη θέση του χτίστηκε το 1922 το Θέατρο Μωχάμετ Άλη (σήμερα γνωστό ως Θέατρο Sayed Darwish).
Τέλος, ξακουστά υπήρξαν και τα φιλολογικά σαλόνια της Αλεξάνδρειας, όπου οι Αιγυπτιώτες Έλληνες είχαν επιπλέον ευκαιρίες πνευματικής ανάπτυξης μέσα από ποιητικά και μουσικά «σουαρέ». Ενώ το περίφημο βιβλιοπωλείο/εκδοτικός οίκος του Αθανάσιου Μαρσέλου (1888/9-1953, φιλόλογου και δεσπόζουσας φυσιογνωμίας της αλεξανδρινής κοινωνίας), που ονομαζόταν αρχικά Νέα Ζωή (στην οδό Ντεμπάν, 1923) και στη συνέχεια Σεράπειον (στην οδό Νέμπι Ντανιέλ), αποτελούσε ένα ακόμα στέκι των ανθρώπων του πνεύματος.
Οι ελληνικές μουσικές σχολές
Στην Αλεξάνδρεια λειτούργησαν πολλές ελληνικές μουσικές σχολές. Η Ελληνική Φιλαρμονική Εταιρεία Αλεξανδρείας ίδρυσε τη Φιλαρμονική Σχολή (στην οδό Τουσούν). Το 1917 επανιδρύθηκε μετονομαζόμενη σε Ελληνική Φιλαρμονική Σχολή Αλεξανδρείας, ενώ το 1924 μετασχηματίστηκε σε Ωδείο. Επιπλέον, από το 1902 λειτούργησε το Ωδείο της Ελληνικής Μουσικής Εταιρείας «Ορφεύς» που παρείχε δωρεάν μαθήματα (εκεί δίδαξε μεταξύ άλλων και ο Σπυρίδων Παπασταθόπουλος), από το 1904 η Ελληνική Καλλιτεχνική Σχολή του Ελληνικού Καλλιτεχνικού Συλλόγου που περιελάμβανε τμήμα μουσικής (στην οδό Γκάλη Βέη 10), από το 1906 η Μουσική Σχολή του Ελληνικού Φιλοδραματικού Συλλόγου «Αισχύλος» (στην οδό Καγιάτ ελ Γιοχάρς), από το 1917 η Μουσική Σχολή Ιωάννου Δ. Βλαστού όπου διδάσκονταν επίσης όλα τα όργανα και τραγούδι (στεγαζόταν στο πρώην Μέγαρο Ζιζίνια στην πλατεία Μωχάμετ Άλη), από το 1918 η Σχολή Ομίλου Φιλόμουσων Αλεξανδρείας (στην οδό Σουλτάν Οσμάν 3), από το 1920 το Μουσικό Τμήμα και η Σχολή Κλειδοκύμβαλου της Ελληνικής Ενώσεως «Αισχύλος-Αρίων» (τη διεύθυνση του ανέλαβαν μεταξύ άλλων και οι Κρίνο δε Κάστρο και Αλέξανδρος Γκρεκ), από το 1922 το Ωδείο Ελληνικού Συλλόγου «Απόλλων».
Το 1932 το Εθνικό Ωδείο, με πρωτοβουλία του Μανώλη Καλομοίρη και σε συνεργασία με το σωματείο της Ελληνικής Ένωσης «Αισχύλος-Αρίων», ίδρυσε το Παράρτημα Αλεξανδρείας που λειτούργησε μέχρι το 1966. Η ίδρυση του ήταν απότοκο της γνωριμίας του Καλομοίρη με τη μεγαλωμένη στην Αλεξάνδρεια μεσόφωνο Σπεράντζα Καλό (Ελπίδα Καλογεροπούλου). Το ωδείο στεγάστηκε διαδοχικά στις οδούς Φουάτ 23, Τουσούμ, Μπολμπιτίν (έπαυλη Θλιβίτη) στη συνοικία Καμπ Σεζάρ και τα τελευταία χρόνια (1963-66) στην οδό Ταρίκ ελ Χορέγια 26 (πρώην Φουάτ). Εκεί διδάσκονταν όλα τα όργανα και τραγούδι. Το προσωπικό απαρτίστηκε από καλλιτέχνες της Αλεξάνδρειας και αποφοίτους του Εθνικού Ωδείου. Ανάμεσα στους καθηγητές του συγκαταλέγονταν ο περίφημος Ρώσος πιανίστας Αλεξάντερ Πλότνικοφ, η Αλεξανδρινή, ιταλικής καταγωγής, πιανίστα Γιολάντα Σεβέρη-Ευσταθόγλου, ο Αυστριακός σολίστ του μουσικού πριονιού και ακορντεονίστας Αnton Shein. Αρχικά λειτούργησε υπό τη διεύθυνση της Λιλής Μαυρογιάννη και τη γενική διεύθυνση του Μανώλη Καλομοίρη. Εν συνεχεία διευθυντές του διατέλεσαν οι Σπύρος Βαρβαρέσσος και Πέτρος Ιωαννίδης. Η Πορτ Σαϊντιανή πιανίστα Φιφίκα (Φωτεινή) Μπρουσιανού υπήρξε η τελευταία διευθύνουσα (ανέλαβε τη διεύθυνση στην πολύ νεαρή ηλικία των δεκαεφτά ετών), προτού το παράρτημα πάψει τη λειτουργία του εξαιτίας των ιστορικών συγκυριών.
Οι Έλληνες μουσικοί στην Αλεξάνδρεια
Ο κατάλογος των μουσικών προσωπικοτήτων που γεννήθηκαν ή/και γαλουχήθηκαν και δραστηριοποιήθηκαν στην Αλεξάνδρεια στα τέλη του 19ου και κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αι. ως συνθέτες, μαέστροι, σολίστ, δάσκαλοι και παράγοντες στη μουσική ζωή της πόλης είναι μακρύς. Ανάμεσα στους πιο δραστήριους συγκαταλέγεται ο Κρίνο δε Κάστρο (1895;-1968), πιανίστας, βιολονίστας, μαέστρος, συνθέτης και ενορχηστρωτής που γεννήθηκε στην Οδησσό αλλά από παιδί έζησε στην Αλεξάνδρεια, όπου συνέθεσε όπερες, οπερέτες, επιθεωρήσεις, θεατρικά έργα, ανέπτυξε πλούσια καλλιτεχνική δραστηριότητα και για πολλές δεκαετίες επηρέασε το μουσικό γίγνεσθαι της πόλης. Λαμπρή περίπτωση Αλεξανδρινού διανοούμενου με διεθνή ακτινοβολία υπήρξε ο γεννημένος στην Ηλιούπολη του Καΐρου, αλλά επίσης μεγαλωμένος στην Αλεξάνδρεια, συνθέτης Γιάννης Χρήστου (1926-1970). Από τους νεότερους Αλεξανδρινούς ενδεικτικά αναφέρονται ο επιφανής μουσικολόγος, συνθέτης και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ίων Ζώτος (1944-2010), οι πιανίστες, συνθέτες και μαέστροι Μιχάλης Ροζάκης (1946-2009) και Γιάννης Αυγερινός (1949), οι πιανίστες Σπύρος Κίζας (1934-2020) και Τάκης Πιζάνης (1955). Επίσης δεν ήταν λίγες και οι Αλεξανδρινές μουσικοί, όπως η πιανίστα Μαρία Σιδεράτου (αρχές 20ού αι. – μετά το 1960), η πιανίστα, ακορντεονίστα και σολίστ μουσικού πριονιού Έλλη Δέλιου (1936-2012), η πιανίστα Μαίρη Δέλιου-Κοκκινάκη (1934) και μια πλειάδα ακόμα γυναικών στις οποίες η κοσμοπολίτικη και ανεπτυγμένη πνευματικά αλεξανδρινή κοινωνία ενίσχυε την ανάδειξη των ιδιαίτερων ικανοτήτων τους. Πολλοί υπήρξαν και οι τραγουδιστές όπερας που, μετά τα πρώτα καλλιτεχνικά βήματά τους στην Αλεξάνδρεια, έκαναν διεθνή καριέρα ερμηνεύοντας ρόλους σε μεγάλα λυρικά θέατρα. Οι σπουδαιότεροι από αυτούς ήταν ο βαθύφωνος Κωνσταντίνος (Κωστής) Νικολάου (1870-1939/40), οι βαρύτονοι Άλεκ Σκούφης (Αλέξανδρος Σκούφος, 1886-1932) και Γιάννης Φαρδούλης (;), οι τενόροι Οδυσσέας Λάππας (1890-1971), Βάσος Αργύρης (1907-1976), Νικόλας Φιλακουρίδης (1920-2009), Τάκης Μπέλλος (;) κ.ά.
Η Αλεξάνδρεια υπήρξε παράλληλα πόλος έλξης για πολλούς μουσουργούς και σολίστ που εγκαταστάθηκαν και δραστηριοποιήθηκαν εκεί, αλλά και για άλλους που ταξίδευαν για να εμφανιστούν στα θέατρα και τις αίθουσές της ενώπιον ενός απαιτητικού κοινού. Ανάμεσα στους πιο επιφανείς ήταν ο Κερκυραίος Ναπολέων Λαμπελέτ (1864-1932) –το επτανησιακό στοιχείο υπήρξε έντονο στην αλεξανδρινή ελληνική παροικία–, ο οποίος έζησε στην Αλεξάνδρεια το διάστημα 1893-5 και καθόρισε τις εκεί μουσικές εξελίξεις, όπως προαναφέραμε. Στο Θέατρο Ζιζίνια είδε και ο κορυφαίος των Επτανήσιων συνθετών Σπυρίδων Σαμάρας (1861-1917) να ανεβαίνει το 1896 η όπερά του Η Μάρτυς. Μακρόχρονη ήταν αντιθέτως η παραμονή του Κερκυραίου Αλέξανδρου Γκρεκ (1876-1959), ο οποίος συνέθεσε πολυάριθμα έργα φωνητικής, οργανικής και σκηνικής μουσικής. Επίσης ανέβασε το λυρικό του δράμα Ανδρονίκη στο Θέατρο Αλάμπρα, διηύθυνε το μουσικό τμήμα της Ελληνικής Ένωσης «Αισχύλος-Αρίων» και δίδαξε μουσική στα κοινοτικά σχολεία και ορφανοτροφεία. Καθοριστική υπήρξε η συμβολή του συνθέτη Σπυρίδωνα Παπασταθόπουλου (1875-1942) στη μουσική εξέλιξη της ελληνικής παροικίας. Εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1910 και για περισσότερα από τριάντα χρόνια συνέβαλλε σε κάθε δυνατή έκφανση της μουσικής δραστηριότητας. Καταγράφηκε ως ο πρωταγωνιστής της αλεξανδρινής οπερέτας και των αλεξανδρινών (ελαφρών) τραγουδιών. Συναυλίες στο αλεξανδρινό κοινό έδωσε με τη μαντολινάτα του και μεγάλη επιτυχία ο Επτανήσιος συνθέτης Παναγιώτης Τσαμπουνάρας (ή Τσαμπουνάρης, π.1880 – μ.1950). Τα τραγούδια του αγαπήθηκαν και εκδόθηκαν στην Αλεξάνδρεια. Ο βιολονίστας και συνθέτης (επίσης ελαφρών) τραγουδιών και οπερέτας Πέτρος Ιωαννίδης (;) εγκαταστάθηκε στην πόλη το 1930 και για τρεις δεκαετίες συνέβαλε σημαντικά στη μουσική της ζωή, παίζοντας, διευθύνοντας μουσικά σύνολα και χορωδίες, διδάσκοντας βιολί, διατελώντας διευθυντής του Εθνικού Ωδείου. Η σπουδαία πιανίστα Τζίνα Μπαχάουερ (1913-1976) έζησε επίσης εκεί για μεγάλο διάστημα (μαζί με τον πρώτο της σύζυγο, τον επιχειρηματία Ιωάννη Χριστοδούλου), εμφανίστηκε επανειλημμένα ως σολίστ (μεταξύ άλλων έπαιξε και για τα συμμαχικά στρατεύματα στη Μέση Ανατολή), ενώ δίδαξε πιάνο και τον έφηβο τότε Γιάννη Χρήστου. Στην Αλεξάνδρεια έδωσε συναυλίες και ο Αιγυπτιώτης Κλέων Τριανταφύλλου, ο επονομαζόμενος Αττίκ (1885-1944), καθώς και ο αδελφός του, ο τενόρος και σκηνοθέτης όπερας Κίμων Τριανταφύλλου (1884-1959).
Τέλος, κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Αίγυπτος έγινε θέατρο συναρπαστικών πολιτικών εξελίξεων, καταφύγιο της προσωρινής Ελληνικής Κυβέρνησης, καθώς και πολλών Ελλήνων καλλιτεχνών. Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγεται και η Σοφία Βέμπο, η οποία την περίοδο 1942-5 έζησε στην Αίγυπτο δίνοντας με τον θίασό της παραστάσεις για το κοινό των ελληνικών παροικιών και για τις ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής. Μαζί της συνεργάστηκε και ο εν Αλεξανδρεία συνθέτης και μαέστρος Πέτρος Ιωαννίδης, ο οποίος έγραψε για τον Θίασο Βέμπο την οπερέτα Ξανανθίζουν τα ρόδα (που ανέβηκε στο Θέατρο Λούνα Παρκ).
Άλλες εκφάνσεις της μουσικής δραστηριότητας
Η μουσική δραστηριότητα στην Αλεξάνδρεια παρουσίασε και άλλες ενδιαφέρουσες πτυχές. Αρκετοί ήταν οι αλεξανδρινοί εκδοτικοί οίκοι που εξέδιδαν παρτιτούρες, όπως μαρτυρούν οι σωζόμενες εκδόσεις (κυρίως των λεγόμενων αλεξανδρινών τραγουδιών). Ανάμεσα σε αυτούς ο μουσικός οίκος «Βλαχίδη και Σταματίδη» (αρχές 1910), οι εκδόσεις Άγκυρα (δεκαετία 1940-50), ο εκδοτικός οίκος «Π. Ζανουδάκη & Σας» (στην οδό Μοσκέ Ατταρίν 7), οι εκδόσεις «Γεωργίου Τολμίδη» (στην οδό Τεουφίκ 22), ο μουσικός εκδοτικός οίκος «Η Λύρα – Σπ. Παπασταθόπουλου & Λ. Πετρίτση».
Στην Αλεξάνδρεια εκδόθηκε για δύο χρόνια (1910-1912) και το μηνιαίο, αμιγώς μουσικό περιοδικό Ορφεύς. Ήταν όργανο της ομώνυμης ελληνικής μουσικής εταιρίας Αλεξανδρείας, όπως προαναφέρθηκε. Εκδότες του ήταν ο δημοσιογράφος Ν. Καραβίας, ο μουσικοδιδάσκαλος Ν. Θειάφης, ο καθηγητής γυμναστικής Α. Κόκκινος και ο τραπεζικός υπάλληλος Ι. Στεφανουδάκης.
Αρκετά ήταν επίσης και τα ελληνικά καταστήματα δίσκων, φωνογράφων και πικ-απ. Στον Σπυρίδωνα Παπασταθόπουλο, στον οποίο έγινε ήδη αναφορά, ανήκε –πέρα από τις μουσικές εκδόσεις– το κατάστημα πώλησης φωνογράφων και δισκογραφημάτων (άνοιξε τη δεκαετία του 1920 και υπήρξε από τα πρώτα της πόλης) στη λεωφόρο Ραμλίου και το υποκατάστημα στην οδό Μοσκέ Ατταρίν. Ο Παπασταθόπουλος είχε επίσης το μονοπώλιο της δισκογραφικής εταιρείας Disco Orfeo (μετέπειτα Orfeon Record), η οποία εξέδωσε περισσότερα από εκατό δισκογραφήματα με έργα δικά του, Ελλήνων και ξένων συνθετών, καθώς και με δημοτική μουσική. Καταστήματα φωνογράφων και δίσκων με ελληνικές συνθέσεις διατηρούσαν στην Αλεξάνδρεια –αλλά και στο Κάιρο– κατά τις δεκαετίες 1920 και 1930 και οι Στέλιος Tζουλάκης (στην οδό Τεουφίκ και στη λεωφόρο Σάαντ Ζαγλούλ), Γεώργιος Αλεξάνδρου (στη λεωφόρο Σάαντ Ζαγλούλ) και J. Calderon (στην οδό Σερίφ Πασά). Τις επόμενες δεκαετίες εξελίχθηκε επιχειρηματικά ο Αντώνης Πλωμαρίτης που διατηρούσε το κατάστημα φωνογράφων, ραδιοφώνων και μουσικών οργάνων Melody στην Αλεξάνδρεια (αλλά και σε άλλες αιγυπτιακές πόλεις), έχοντας την αντιπροσωπεία μεγάλων εταιρειών. Ο Πλωμαρίτης –ο «Βασιλέας του Δίσκου» σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής– ήταν και ο στιχουργός πολλών τραγουδιών που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα από διάφορες εταιρείες και από τη δική του, την Ελληνική Φωνογραφική Εταιρεία Melody με έδρα την Αλεξάνδρεια και γραφεία στη στοά Νικολούδη στην Αθήνα. Η ζήτηση ελληνικών δίσκων υπήρξε μεγάλη. Υπολογίζεται πως προπολεμικά η Αθήνα εξήγαγε στην Αίγυπτο δίσκους που αντιστοιχούσαν στο ποσό των 5.000 λιρών ετησίως.
Πηγές
Αιγυπτιώτικο Αρχείο Νίκου Νικηταρίδη.
Αρχείο Εφημερίδας Ταχυδρόμος-Ομόνοια Αλεξανδρείας, τεύχη ετών 1890-1971, στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, στον διαδικτυακό τόπο https://library.parliament.gr/Portals/6/pdf/digitalmicrofilms.pdf, σσ. 348-355.
Αρχείο Μουσικού Συλλόγου «Μανώλης Καλομοίρης».
Αρχείο πιανίστας Φιφίκας Μπρουσιανού.
Βεγκέτι Μάριο [Vegetti Mario], Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, μτφ. Γιάννης Δημητρακόπουλος, γλωσ. επιμ. Ελένη Κεχαγιόγλου, εκδ. Τραυλός, Αθήνα 200017.
Γκάλβεθ Πέδρο [Gálvez Pedro], Υπατία, η γυναίκα που αγάπησε την επιστήμη, μτφ. Λήδα Παλλαντίου, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2017.
Γκραντ Μάικλ [Grant Michael], Kleopatra. Eine Biographie, μτφ. Hans Jürgen Baron von Koskull, εκδ. Bastei Lübbe, Bergisch Gladbach 1988.
Γκριμ Γκύντερ [Grimm Günter], Alexandria – Die erste Königsstadt der hellenistischen Welt: Bilder aus der Nilmetropole von Alexander dem Großen bis Kleopatra VII, εκδ. von Zabern, Mainz am Rhein, 1998.
Εγκυκλοπαίδεια Britannica, στον διαδικτυακό τόπο www.britannica.com/art/opus-alexandrinum
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, στον διαδικτυακό τόπο http://constantinople.ehw.gr/Forms/flemmaAdds.aspx?Mode=Glossary¶mid=10597&boithimata
Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας, στον διαδικτυακό τόπο https://ekalexandria.org
Έμπερς Γκέοργκ [Ebers Georg], Egypt: Descriptive, Historical, and Picturesque, τόμος Α’, εκδ. Cassell & Company, Νέα Υόρκη 1878.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (Λεξικό Τριανταφυλλίδη) στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, στον διαδικτυακό τόπο www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/ triantafyllides
Μοσέ Κλοντ, Σναπ-Γκουρμπεγιόν Ανί [Mossé Claude, Schnapp-Gourbeillon Annie], Επίτομη ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (2000 – 31 π.Χ.), μτφ. Λύντια Στεφάνου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 20089.
Μπάουερσοκ Γκλεν Β. [Bowersock Glenn W.], Ο ελληνισμός στην ύστερη αρχαιότητα, επιμ. Αντιγόνη Φιλιπποπούλου, μτφ. Μαίρη Γιόση, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000.
Μπένγκτσον Χέρμαν [Bengtson Hermann], Ιστορία της αρχαίας Ελλάδος, μτφ. Αντρέα Γαβρίλη, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1991.
Νικηταρίδης Νίκος, Τα ελληνικά σωματεία στην Αίγυπτο, εκδ. Αγγελάκη, Αθήνα 2015.
Νικηταρίδης Νίκος, Τα ελληνικά σχολεία στην Αίγυπτο, εκδ. Αγγελάκη, Αθήνα 2016.
Νικηταρίδης Νίκος, Αιγυπτιώτικες προσωπικότητες του χθες, εκδ. Αγγελάκη, Αθήνα 2017.
Νικηταρίδης Νίκος, Η κοινωνική ζωή των Ελλήνων της Αιγύπτου, εκδ. Αγγελάκη, Αθήνα 2019.
Σουλογιάννης Ευθύμιος Θ., Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας 1843-1993, εκδ. ΕΛΙΑ, Αθήνα 1994.
The Oxford Dictionary / Oxford Referance, στον διαδικτυακό τόπο www.oxfordreference.com/view/10.1093/oi/authority.20110803100252517
The Oxford Dictionary of Phrase and Fable, στον διαδικτυακό τόπο www.oxfordreference.com/view/10.1093/oi/authority.20110803095421369
Τομαρά-Σιδέρη Ματούλα, Αλεξανδρινές Οικογένειες: Χωρέμη-Μπενάκη-Σαλβάγου, εκδ. Κέρκυρα, Αθήνα 2004.
Φιλίππου Μάρω, Οι χαμένες μουσικές της Αιγύπτου. Από τον τυφλό αρπιστή στον τυφλό πιανίστα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2005.
Χάρντυ Έντουαρντ Ρ. [Hardy Edward R.], Christian Egypt: Church and people, Christianity and Nationalism in the patriarchate of Alexandria, εκδ. Oxford University Press, Οξφόρδη 1952.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.