OPUS ALEXANDRINUM
Η μουσική των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓH

OPUS ALEXANDRINUM = «Έργον Αλεξανδρινόν».

Ο τίτλος του παρόντος πονήματος προέρχεται από τον ομώνυμο τύπο μωσαϊκού (επιδαπέδια διακοσμητική τεχνική με ψηφίδες), που αναπτύχθηκε στο Βυζάντιο και στη συνέχεια διαδόθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Περίτεχνο μωσαϊκό που συγκροτούνταν από εξέχοντα μέλη υπήρξε και η πολυπολιτισμική κοινωνία της Αλεξάνδρειας στην αρχαιότητα. Αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τους επόμενους αιώνες και μέχρι τις μέρες μας, όσον αφορά τόσο τις επιστήμες, τα γράμματα, τις τέχνες, την επιχειρηματική δραστηριότητα και την οικονομική ευημερία, όσο και την αρμονική συνύπαρξη των διαφορετικών πολιτισμικών στοιχείων που τη συνιστούσαν. Σκοπός του κειμένου είναι να καταδείξει πως η μουσική δημιουργία της νεότερης Αλεξάνδρειας ήταν απότοκο ενός κοσμοπολιτισμού με βαθιές ρίζες στην ανεπτυγμένη κοινωνία της αρχαίας πόλης.

ALEXANDREA AD AEGYPTUM Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

Η Αλεξάνδρεια ήταν από τη θεμελίωσή της συνδεδεμένη με το ελληνικό στοιχείο και εξελίχθηκε σε κέντρο του ελληνιστικού κόσμου. Αν και η επιστήμη –η μεθοδική μελέτη που θεμελιώνεται στη λογική– γεννήθηκε στην Ιωνία, στην Αλεξάνδρεια βρήκε πλέον πρόσφορο έδαφος, έως ότου το αδιάλλακτο, φανατισμένο κομμάτι του χριστιανισμού επέφερε το βίαιο τέλος του αρχαίου κόσμου και την καταστολή της ελεύθερης σκέψης. Όπως και οι πόλεις της Ιωνίας, η Αλεξάνδρεια αγάπησε τον αδογμάτιστο στοχασμό, την ανεξιθρησκία, τη γνώση ως προϋπόθεση της υπαρκτικής συνθήκης.

Όταν οι Μακεδόνες έφτασαν στην τοποθεσία τής μελλοντικής κοσμόπολης, δεν αντίκρισαν παρά μια παράκτια λωρίδα με διάσπαρτα χωριουδάκια. Η περιοχή αποτελούσε φυσικό λιμάνι με εύκρατο κλίμα, ωστόσο οι Αιγύπτιοι δεν είχαν εκμεταλλευτεί τις δυνατότητές της. Εκείνος που τις διέβλεψε ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος οραματίστηκε μια σημαντική μητρόπολη. Το 331 π.Χ. ανέθεσε τον σχεδιασμό της στον Δεινοκράτη τον Ρόδιο. Δεν πρόλαβε να δει την ανέγερση της πόλης που επρόκειτο να φέρει το όνομά του και να αποτελέσει έκφραση των οραματισμών του.

Κατά την ελληνιστική αρχαιότητα η Αλεξάνδρεια υπήρξε η πιο λαμπερή και κραταιά πόλη τής Mare Nostrum. Γνώρισε τρεις αιώνες αίγλης (323-31 π.Χ.) υπό την ηγεμονία των Λαγιδών (Πτολεμαίος Α’ έως Κλεοπάτρα Ζ’), κατά τους οποίους γνώση και τέχνη αλληλοσυνδέονταν, ενώ η έρευνα της αλήθειας ταυτιζόταν με την αναζήτηση της ομορφιάς. Στην Αλεξάνδρεια συνυπήρχαν ο ορθολογισμός του ελληνικού κόσμου, η μακρόχρονη παράδοση των μυστηρίων της Ανατολής και η δεισιδαιμονία. Ο Αλεξανδρινός της ελληνιστικής, ρωμαϊκής και ύστερης αρχαιότητας που μιλούσε την ελληνιστική κοινή αισθανόταν πρωτίστως πολίτης του κόσμου κι έπειτα Αλεξανδρινός – και όχι Έλληνας, Ρωμαίος ή Αιγύπτιος. Είχε συνεπώς διαμορφωθεί ένας τύπος κοσμοπολίτη με οικουμενική αντίληψη και έντονο το στοιχείο της ατομικότητας. Αυτή η κληρονομιά συνόδευσε τους Αλεξανδρινούς μέχρι και τον 20ό αιώνα. Η πόλη μνημονεύεται έως σήμερα πρωτίστως για τις εστίες της γνώσης, χάρη στις οποίες η Αλεξάνδρεια αποτέλεσε για περισσότερο από πέντε αιώνες το μείζον κέντρο των γραμμάτων, των τεχνών, της έρευνας και της τεχνικής προόδου του αρχαίου κόσμου. Πρόκειται για το Μουσείο (ίδρυμα αφιερωμένο στις μούσες, εμπνευσμένο από το αριστοτελικό Λύκειο), τη μεγάλη Μητρική Βιβλιοθήκη του Βρουχίου (Βιβλιοθήκη Αλεξανδρείας), τη Θυγατρική Βιβλιοθήκη του Σεραπείου (συμπλήρωμα της Μητρικής).

Στους ρωμαϊκούς χρόνους η Αλεξάνδρεια, κέντρο της πιο εύρωστης οικονομικά και πνευματικά επαρχίας της αυτοκρατορίας, εξακολούθησε να είναι η πλέον ακμάζουσα πόλη της επισκιάζοντας τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη. Χαρακτηριστικά ήταν τα επιτεύγματα στην αρχιτεκτονική και τη γλυπτική. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, έκθαμβοι μπροστά στο μεγαλείο της, αντέγραφαν τη μεγαλοπρέπεια των κτιρίων της προκειμένου να προσδώσουν αίγλη στη Ρώμη. Ακόμα και κατά την παρακμή του ρωμαϊκού κόσμου, παρέμεινε το σημαντικότερο κέντρο της γνώσης και της τέχνης, παρά τα σοβαρά πλήγματα που είχε υποστεί. Οι Αλεξανδρινοί, διακατεχόμενοι από μια αίσθηση πνευματικής ανωτερότητας, περιφρονούσαν την έλλειψη εκλέπτυνσης των Ρωμαίων κατακτητών, ανάγοντας την ειρωνεία σε υψηλή τέχνη. Συνιστούσαν τον «arbiter elegantiarum», τον κριτή καλαισθησίας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.

Κατά τον 4ο αι. η ολοένα αυξανόμενη πολιτική δύναμη των χριστιανών άρχισε να κλονίζει σταδιακά τον κόσμο του ελληνικού πνεύματος. Με εξαίρεση τη σύντομη περίοδο της βασιλείας του Ιουλιανού (361-363), οι βυζαντινοί αυτοκράτορες στράφηκαν ενάντια σε ό,τι εκλάμβαναν ως «παγανιστικό», κατά συνέπεια και ελληνικό. Το μένος κορυφώθηκε στην αδιάλλακτη θρησκευτική πολιτική του Θεοδοσίου Α’ (347-395). Η επίθεση κατά του αρχαίου κόσμου, κατά της τέχνης και της επιστήμης, υπήρξε βίαιη. Στην Αλεξάνδρεια, κατά τη διάρκεια ταραχών το 390, η Βιβλιοθήκη του Σεραπείου υπέστη σοβαρές ζημιές. Το 392 καταστράφηκαν ο μεγάλος ναός του Σέραπι και οι χώροι του Μουσείου. Το 394 ο Θεοδόσιος Α’ έγινε μονοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Και η Αλεξάνδρεια έπαψε να είναι το κέντρο του αρχαίου κόσμου. Το 641, με την επικράτηση του Ισλάμ στην Αίγυπτο, σήμανε οριστικά το τέλος των αλεξανδρινών ιδρυμάτων και της πυρετώδους επιστημονικής δραστηριότητας του αρχαίου κόσμου.

Στα βυζαντινά χρόνια οι Έλληνες στην Αίγυπτο, δραστηριοποιούμενοι κυρίως ως έμποροι, εξακολούθησαν να είναι φορείς της γλώσσας και ιδεών της αρχαιότητας. Εν συνεχεία, υπό τους Άραβες, ο ελληνισμός της Αιγύπτου μειώθηκε δραματικά. Ωστόσο, ήδη πριν από την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς τον 16ο αι. η Αίγυπτος είχε προσελκύσει πληθυσμούς από τον ελλαδικό χώρο, κυρίως από τα Δωδεκάνησα. Εκεί οι Έλληνες δημιούργησαν παροικία και ασκούσαν όπως και οι προγενέστεροι εμπορική δραστηριότητα.

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ (16ος20ός αι.)

Οι Αιγυπτιώτες Έλληνες εξακολούθησαν να έχουν κυρίαρχο ρόλο στον χώρο του εμπορίου και στα χρόνια που η Νειλοχώρα τελούσε υπό οθωμανική κυριαρχία. Από τις αρχές του 19ου αι., επί ηγεμονίας Μωχάμετ Άλη (1770/1-1849), η παρουσία τους ισχυροποιήθηκε περαιτέρω. Ο δημιουργός της Νέας Αιγύπτου εκδυτικοποίησε τη χώρα, υλοποίησε έργα υποδομών και εισήγαγε την καλλιέργεια βαμβακιού. Τότε δημιουργήθηκαν ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες για τους Έλληνες επιχειρηματίες στην Αίγυπτο, οι οποίοι έχαιραν προνομιακής αντιμετώπισης (εκτιμήθηκε το καινοτόμο πνεύμα και η αξιοπιστία τους) ακόμα και μετά την καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο το 1827. Κέντρα ανάπτυξης του ελληνισμού της Αιγύπτου αποτέλεσαν πρωτίστως η Αλεξάνδρεια και το Κάιρο, ενώ ελληνικές παροικίες δημιουργήθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα. Οι Έλληνες επιχειρηματίες ανέπτυξαν δραστηριότητα εμπορική, τραπεζική-χρηματιστηριακή, ναυτιλιακή και, σε κάποιον βαθμό, βιομηχανική. Ο Μωχάμετ Άλη βασίστηκε στους Έλληνες για την παραγωγή και εξαγωγή βαμβακιού. Και εκείνοι αξιοποίησαν την ευκαιρία δημιουργώντας τεράστιες περιουσίες. Η ανοδική πορεία του ελληνικού στοιχείου σημειώθηκε κυρίως από τα μέσα του 19ου αι. μέχρι τον Μεσοπόλεμο.

Προνομιακή εξακολούθησε να είναι η θέση των Ελλήνων και κατά τη διάρκεια της βρετανικής κυριαρχίας (από το 1882) στην Αίγυπτο, διάστημα κατά το οποίο παρατηρήθηκε πρωτοφανής εμπορική και χρηματιστική διείσδυση των ευρωπαϊκών μητροπόλεων στην αγορά και την οικονομία της χώρας. Ο ελληνισμός της Αιγύπτου ευημέρευσε στο πλαίσιο του βασισμένου στην αποικιοκρατία παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, υποκαθιστώντας την ατροφική (μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) αιγυπτιακή αστική τάξη. Όμως το οικονομικό κραχ του 1929 και η κατάρρευση του αποικιακού συστήματος έπληξαν την ευρωστία του. Οι κοινωνικές και αντι-ιμπεριαλιστικές μεταρρυθμίσεις της νασερικής πολιτικής («η Αίγυπτος στους Αιγύπτιους») από το 1957 και έπειτα έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα.

Όσον αφορά ειδικότερα την Αλεξάνδρεια, το 1843 ιδρύθηκε η πρώτη ελληνική κοινότητα με πρόεδρο τον Μιχαήλ Τοσίτσα (1789-1856), ηγετική μορφή του αιγυπτιώτικου ελληνισμού. Χάρη στη διορατικότητα του Τοσίτσα η κοινότητα οργανώθηκε, αναπτύχθηκε και απέκτησε ιδρύματα. Ο ελληνισμός συσπειρώθηκε γύρω από την Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας και το Πατριαρχείο και καλλιέργησε εθνικό φρόνημα. Συγχρόνως όμως ανέπτυξε κοσμοπολίτικη δραστηριότητα και κουλτούρα, καθώς και υψηλό μορφωτικό επίπεδο.

Η πληθυσμιακή, οικιστική και οικονομική ανάπτυξη της Κοινότητας προσέλκυσε επιπλέον Έλληνες εμπόρους, τεχνίτες και υπαλλήλους. Έτσι σχηματίστηκε μια ισχυρή μικρομεσαία αστική τάξη, η οποία πλαισιωνόταν από εξήντα-εβδομήντα μεγαλοαστικές οικογένειες, καθώς και από έναν μικρότερο πληθυσμό εργατών. Ωστόσο, παρά την κοινωνική διαστρωμάτωση, η κοινότητα χαρακτηριζόταν από συνοχή και αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της. Τότε αναπτύχθηκε και η συνοικία της Ιμπραημίας, διαχρονικά μεγάλο κέντρο του ελληνισμού στην Αλεξάνδρεια, το οποίο ακόμη και σήμερα φιλοξενεί μέρος των εναπομεινάντων Αιγυπτιωτών Ελλήνων. Αμέσως μετά την επικράτηση των Βρετανών δημιουργήθηκε και το περίφημο Ελληνικό Τετράγωνο (Quartier Grec), η αριστοκρατική συνοικία των Ελλήνων στη γειτονιά Σάτμπυ (Shatby) της Αλεξάνδρειας. Η πνευματική και οικονομική ευμάρεια, που διήρκεσε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960, υποστύλωνε τον κοσμοπολιτισμό της Αλεξάνδρειας, ο οποίος παρέπεμπε κατά κάποιον τρόπο στον κοσμοπολιτισμό της πτολεμαϊκής και ρωμαϊκής περιόδου. Η συμβολή της αλεξανδρινής κοινότητας στο πολιτισμικό γίγνεσθαι της Νειλοχώρας υπήρξε καθοριστική. Σε αυτήν οφείλει τα μέγιστα και η ελλαδική κοινωνία (το εθνικό κέντρο), αφού η ανάπτυξη του ελληνικού κράτους επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό χάρη στην αλεξανδρινή εποποιΐα.

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ (19ος 20ός αι.)

Τις πρώτες μαρτυρίες μουσικής δραστηριότητας ελληνικού ενδιαφέροντος στη νεότερη Αίγυπτο συνιστούν τα επαναστατικά θούρια υπέρ της ελευθερίας του υποδουλωμένου έθνους. Χρονολογούνται στην περίοδο της Γαλλικής Εκστρατείας (1798-1801), κατά την οποία ο ελληνισμός επωφελήθηκε από την παρουσία των γαλλικών στρατευμάτων. Περαιτέρω δείγματα εκείνης της περιόδου αποτελούν τα εορταστικά άσματα (ο λυρισμός των οποίων φανερώνει ιταλικές επιδράσεις) που διέσωσε ο Αντρέ Βιγιοτώ [Guillaume André Villoteau, 1759-1839], ο Γάλλος μουσικολόγος και μέλος της επιστημονικής αποστολής που συνόδευε τα ναπολεόντεια στρατεύματα στην Αίγυπτο.

Ωστόσο, η εντυπωσιακά πλούσια και ιδιαίτερα αξιόλογη μουσική παραγωγή ήταν επακόλουθο της οικονομικής ευμάρειας των Αιγυπτιωτών Ελλήνων του 19ου και 20ού αι., η οποία καλλιέργησε το έδαφος για την ανάπτυξη της διανόησης και των τεχνών. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ελληνική παροικία ανέπτυξε αξιοθαύμαστη λόγια μουσική δραστηριότητα που επηρεαζόταν από –αλλά επίσης επηρέαζε– εκείνη της διεθνούς κοινότητας εν Αιγύπτω. Ειδικά οι Αλεξανδρινοί απολάμβαναν μεγάλη ποικιλία συναυλιών που έδιναν οι φιλαρμονικές, οι ορχήστρες, οι χορωδίες και οι μαντολινάτες των πολυάριθμων σωματείων της πόλης, καθώς και παραγωγές όπερας, οπερέτας και ρεσιτάλ σολιστών με προέλευση από την Αλεξάνδρεια, την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη.

Ελλαδίτες μουσικοί, θίασοι και σύνολα στην Αλεξάνδρεια

Η Αλεξάνδρεια υπήρξε πόλος έλξης για πολλούς μουσουργούς και σολίστ που είτε εγκαταστάθηκαν και δραστηριοποιήθηκαν εκεί είτε την επισκέπτονταν για να εμφανιστούν στα θέατρα και στις αίθουσές της ενώπιον ενός απαιτητικού κοινού. Το επτανησιακό στοιχείο κυριάρχησε εμφανέστατα στη μουσική ζωή της αλεξανδρινής ελληνικής παροικίας. Στα μέσα του 19ου αι., ο Κερκυραίος συνθέτης και δεξιοτέχνης κιθαρίστας Σπύρος Ξύνδας (1812/4-1896) συγκαταλέγεται στους πρώτους Επτανήσιους που προσκλήθηκαν να δώσουν συναυλίες στην Αλεξάνδρεια.

Ωστόσο, αθρόα προσέλευση Ελλήνων μουσικών στη Νειλοχώρα σημειώθηκε από τη δεκαετία του 1870. Το 1873 η παροικία της Αλεξάνδρειας προσκάλεσε τον Ζακυνθινό Παναγιώτη Γριτσάνη (1835-1898) να διδάξει μουσική στα κοινοτικά σχολεία και να οργανώσει τη χορωδία του καθεδρικού ναού του Ευαγγελισμού σε τετράφωνη (στα πρότυπα των ελληνικών ορθόδοξων ναών στην Τεργέστη και στο Λονδίνο). Το 1893, ο επιφανής Κερκυραίος συνθέτης, πιανίστας και μαέστρος Ναπολέων Λαμπελέτ (1864-1932) εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια. Παρέμεινε εκεί για δύο χρόνια και καθόρισε τις μουσικές εξελίξεις, ιδρύοντας και διευθύνοντας την Αβερώφεια Μουσική Ακαδημία, διδάσκοντας, συνθέτοντας και διοργανώνοντας συναυλίες και παραστάστεις. Ο κορυφαίος των Επτανήσιων συνθετών Σπυρίδων Σαμάρας (1861-1917) επισκέφθηκε επίσης την Αλεξάνδρεια, όπου παρακολούθησε τις παραστάσεις των λυρικών δραμάτων του Η Μάρτυς (1896, Θέατρο Ζιζίνια) και Ρέα (1911, Θέατρο Αλάμπρα).

Μακρόχρονη ήταν αντιθέτως η παραμονή του Κερκυραίου Αλέξανδρου Γκρεκ (1876-1959) στη θάλλουσα πόλη, όπου και συνέθεσε πολυάριθμα έργα φωνητικής, οργανικής και σκηνικής μουσικής. Επίσης ανέβασε το λυρικό δράμα του Ανδρονίκη (1912, Θέατρο Αλάμπρα), διηύθυνε το μουσικό τμήμα της Ελληνικής Ένωσης «Αισχύλος-Αρίων» και δίδαξε μουσική στα κοινοτικά σχολεία και ορφανοτροφεία. Καθοριστική υπήρξε η συμβολή του αρκαδικής καταγωγής συνθέτη Σπυρίδωνα Παπασταθόπουλου (1875-1942) στη μουσική εξέλιξη της ελληνικής παροικίας. Εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1910 και για περισσότερα από τριάντα χρόνια συνέβαλλε με το έργο του σε κάθε εκδοχή της μουσικής δραστηριότητας. Ήταν ο εισηγητής και κυριότερος δημιουργός τής λεγόμενης αλεξανδρινής οπερέτας και των αλεξανδρινών (ελαφρών) τραγουδιών.

Συναυλίες στο αλεξανδρινό κοινό έδωσε με τη μαντολινάτα του και με μεγάλη επιτυχία ο Κερκυραίος συνθέτης Παναγιώτης Τσαμπουνάρας (ή Τσαμπουνάρης, πριν από το 1880 – μετά το 1950). Τα τραγούδια του αγαπήθηκαν και εκδόθηκαν από αλεξανδρινούς οίκους. Ο επίσης Κερκυραίος Ευστάθιος (Στάθης) Μάστορας (1893-1943), σπουδαίος εκπρόσωπος της αθηναϊκής οπερέτας (υπήρξε μαθητής μεταξύ άλλων και του Αλέξανδρου Γκρεκ), δραστηριοποιήθηκε στην Αίγυπτο το διάστημα 1922-1927. Στην Αλεξάνδρεια παρουσιάστηκαν οι οπερέτες του Μιράντα και Πολυνερίου το ανάγνωσμα, ενώ ποιητικές συλλογές του εξέδωσε o αλεξανδρινός οίκος Νέα Ζωή.

Ο κρητικής καταγωγής συνθέτης (επίσης ελαφρών) τραγουδιών και οπερέτας, βιολονίστας και μαέστρος Πέτρος Ιωαννίδης (αρχές 20ού αι. – μετά το 1960) εγκαταστάθηκε στην πόλη το 1930 και για τρεις δεκαετίες αποτέλεσε αναπόσπαστο στοιχείο της μουσικής ζωής. Η σπουδαία πιανίστα Τζίνα Μπαχάουερ (1913-1976) έζησε επίσης στην Αλεξάνδρεια για μεγάλο διάστημα (μαζί με τον πρώτο σύζυγό της, τον επιχειρηματία Ιωάννη Χριστοδούλου), εμφανίστηκε επανειλημμένα ως σολίστ (μεταξύ άλλων έπαιξε και για τα συμμαχικά στρατεύματα στη Μέση Ανατολή), ενώ δίδαξε πιάνο και τον έφηβο τότε Γιάννη Χρήστου. Στην Αλεξάνδρεια έδωσε συναυλίες και ο Αιγυπτιώτης Κλέων Τριανταφύλλου, ο επονομαζόμενος Αττίκ (1885-1944), καθώς και ο αδελφός του, ο τενόρος και σκηνοθέτης όπερας Κίμων Τριανταφύλλου (1884-1959).

Τέλος, κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Αίγυπτος έγινε θέατρο συναρπαστικών πολιτικών εξελίξεων και καταφύγιο της προσωρινής Ελληνικής Κυβέρνησης, καθώς και πολλών Ελλήνων καλλιτεχνών. Σε αυτούς συγκαταλέγεται και η Σοφία Βέμπο (1910-1978), η οποία την περίοδο 1942-1945 έζησε στην Αίγυπτο δίνοντας με τον θίασό της παραστάσεις για το κοινό των ελληνικών παροικιών και για τις ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής. Για τον Θίασο Βέμπο ο συνθέτης Πέτρος Ιωαννίδης έγραψε την οπερέτα Ξανανθίζουν τα ρόδα (η οποία ανέβηκε στο αλεξανδρινό Θέατρο Λούνα Παρκ).

Έλληνες μουσικοί της Αλεξάνδρειας

Ο κατάλογος των μουσικών προσωπικοτήτων που γεννήθηκαν ή/και μεγάλωσαν και δραστηριοποιήθηκαν στην Αλεξάνδρεια στα τέλη του 19ου και κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αι. ως συνθέτες, μαέστροι, σολίστ, δάσκαλοι και παράγοντες στη μουσική ζωή της πόλης είναι μακρύς.

Στους πλέον δραστήριους συγκαταλέγεται ο Κρίνο δε Κάστρο (1894-1968), πιανίστας, βιολονίστας, μαέστρος, συνθέτης, ενορχηστρωτής, διανοούμενος και φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Οδησσό, από πατέρα Κερκυραίο, αλλά έζησε από παιδί στην Αλεξάνδρεια. Συνέθεσε όπερες, οπερέτες, επιθεωρήσεις και θεατρικά έργα, ανέπτυξε πλούσια καλλιτεχνική δραστηριότητα και για πολλές δεκαετίες επηρέασε το μουσικό γίγνεσθαι της πόλης. Γέννημα θρέμμα της Αλεξάνδρειας υπήρξε ο πιανίστας Αναστάσιος (Τάσος) Γιαννόπουλος (1897-1970), ο οποίος ακολούθησε επιτυχημένη σταδιοδρομία ως ακομπανιατέρ στο Παρίσι, καθώς και ο μουσικολόγος, μουσικοκριτικός, πιανίστας και συνθέτης Διονύσιος Γιατράς (1908-2000), πρόδρομος της μουσικολογίας στην Ελλάδα και εισηγητής σε ευρωπαϊκό επίπεδο της έννοιας του μουσικού ανθρωπισμού. Εμβληματική περίπτωση Αλεξανδρινού διανοούμενου με διεθνή ακτινοβολία αποτέλεσε ο γεννημένος στην Ηλιούπολη του Καΐρου, αλλά επίσης μεγαλωμένος στην Αλεξάνδρεια, Γιάννης Χρήστου (1926-1970), συνθέτης με μεταφυσικές αναζητήσεις και κορυφαία μορφή της μουσικής του 20ού αιώνα.

Από τους νεότερους Αλεξανδρινούς ενδεικτικά αναφέρονται ο επιφανής μουσικολόγος, συνθέτης και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ίων Ζώτος (1944-2010), ο πιανίστας και καθηγητής στη Βασιλική Ανώτατη Σχολή Μουσικής του Τορόντο Σπύρος Κίζας (1934-2020), οι πιανίστες, συνθέτες και μαέστροι Μιχάλης Ροζάκης (1946-2009) και Γιάννης Αυγερινός (1949), ο πιανίστας, μαέστρος και οργανίστας Τάκης Πιζάνης (1955), ο συνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου (1959).

Δεν ήταν λίγες και οι Αλεξανδρινές μουσικοί, όπως οι λυρικές τραγουδίστριες Μαργαρίτα Γιαγκούνη [;], Καλλιόπη Αντύππα (ή Αντίππα) [;], Σπεράντζα Καλό (Ελπίδα Καλογεροπούλου, 1885-1949), η πιανίστα Μαρία Σιδεράτου (αρχές 20ού αι. μετά το 1960), η πιανίστα, ακορντεονίστα και σολίστ μουσικού πριονιού Έλλη Δέλιου (1936-2012), η πιανίστα Μαίρη Δέλιου-Κοκκινάκη (1934) και πολλές ακόμα γυναίκες οι ιδιαίτερες ικανότητες των οποίων βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να ανθίσουν στην ανεπτυγμένη πνευματικά αλεξανδρινή κοινωνία.

Πολλοί υπήρξαν και οι τραγουδιστές όπερας οι οποίοι, μετά τα πρώτα καλλιτεχνικά βήματα στην Αλεξάνδρεια, έκαναν διεθνή καριέρα ερμηνεύοντας ρόλους στα σημαντικότερα λυρικά θέατρα. Στους σπουδαιότερους περιλαμβάνονται ο βαθύφωνος Κωνσταντίνος (Κωστής) Νικολάου (1870-1939/40), οι βαρύτονοι Άλεκ Σκούφης (Αλέξανδρος Σκούφος, 1886-1932) και Γιάννης Φαρδούλης [;], οι τενόροι Οδυσσέας Λάππας (1890-1971), Βάσος Αργύρης (1907-1976), Νικόλας Φιλακουρίδης (1920-2009), Τάκης Μπέλλος [;] κ.ά.

Ελληνικά μουσικά σωματεία και σύνολα της Αλεξάνδρειας

Η συμβολή των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας στη λόγια μουσική παραγωγή της Αιγύπτου υπήρξε καθοριστική. Οι ελληνικοί φορείς διατηρούσαν πολλά οργανικά και χορωδιακά σύνολα, τις συναυλίες των οποίων παρακολουθούσε και η διεθνής κοινότητα της πόλης. Τα έτη 1866-1868 λειτούργησε ο Φιλόμουσος Σύλλογος Αλεξανδρείας. Παρά τον βραχύ βίο του παρουσιάζει ιδιαίτερη ιστορική σημασία, καθώς αποτελεί το πρώτο μουσικό σωματείο της αλεξανδρινής ομογένειας.

Το 1893 ο Ναπολέων Λαμπελέτ ίδρυσε την Αβερώφεια Μουσική Ακαδημία, όπως προαναφέρθηκε, ενώ συγκρότησε σαρανταπενταμελή χορωδία που κέρδισε τις εντυπώσεις και οδήγησε την ίδια χρονιά στη σύσταση της Ελληνικής Φιλαρμονικής Εταιρείας Αλεξανδρείας. Πρόκειται για το πρώτο ελληνικό μουσικό σύνολο, το οποίο εκπροσώπησε επάξια την ομογένεια στην απαιτητική μουσικά κοινωνία της πόλης, λαμβάνοντας σταθερά μέρος στις δημόσιες εκδηλώσεις της ελληνικής παροικίας, αλλά και σε συναυλίες ενώπιον διεθνούς κοινού. Επιπλέον ανέδειξε τον μη ταξικό χαρακτήρα της μουσικής, η οποία δεν αποτελούσε εν προκειμένω αποκλειστικό προνόμιο των εύπορων, αλλά –και αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό– συνένωνε το ελληνικό στοιχείο. Στους κόλπους της Ελληνικής Φιλαρμονικής Εταιρείας ο μαέστρος και συνθέτης Νικόλαος Συναδινός (1861-19[;]) ίδρυσε περί το 1896 τη Μουσική Εταιρεία (Société Musicale), το διεθνές μουσικό σωματείο των Ελλήνων, και διηύθυνε την επαγγελματική της ορχήστρα που ερμήνευε συμφωνική μουσική. Η δε Φιλαρμονική μακροημέρευσε δίνοντας συναυλίες συστηματικά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ενώ επιβίωσε μέχρι τη δεκαετία του 1990.

Το 1902 ιδρύθηκε η Μουσική Εταιρεία «Ορφεύς» που συγκρότησε μαντολινάτα και μεικτή χορωδία, ενώ εξέδιδε για δύο χρόνια (1910-1912) το μηνιαίο, αμιγώς μουσικό περιοδικό Ορφεύς. Το 1912 συστάθηκε η Διεθνής Ένωσις Μουσικών, σωματείο αποτελούμενο από μαέστρους, ερμηνευτές και καθηγητές μουσικής, που αποσκοπούσε στην εγκαθίδρυση αλληλεγγύης μεταξύ των μελών του, τη διασφάλιση της ιατρικής περίθαλψης και την προάσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων τους, καθώς και τη μουσική ανάπτυξη της ελληνικής κοινότητας. Το 1915, από την ένωση δύο προγενέστερων συλλόγων προέκυψε η Ελληνική Ένωσις «Αισχύλος-Αρίων» που λειτούργησε υποδειγματικά στα χρόνια της πολυσχιδούς δράσης της. Ο «Αισχύλος-Αρίων» ίδρυσε βιβλιοθήκη, μουσικό και δραματικό τμήμα, τύπωνε περιοδικό, ενώ παράλληλα ανέλαβε τη μουσική διαπαιδαγώγηση των νέων στα κοινοτικά ιδρύματα και εν γένει πρωτοβουλίες που αφορούσαν την πνευματική και καλλιτεχνική διαμόρφωση των ομογενών. Διασφαλίζοντας τη μύηση των Αλεξανδρινών στη μουσική –είτε ως ενεργά συμμετεχόντων στην ορχήστρα και χορωδία του «Αισχύλου» είτε ως ακροατών– διαμόρφωσε «τη φυσιογνωμία του τέλειου ερασιτέχνη, του ντιλετάντη, του κοσμοπολίτη εραστή της μουσικής, που ξέρει να ψυχαγωγεί και να ψυχαγωγείται, να διδάσκει και να διδάσκεται, να κινείται με άνεση στον προθάλαμο του επαγγελματισμού, να συνυπάρχει με τους καταξιωμένους ή με εκκολαπτόμενους καλλιτέχνες», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η Αιγυπτιώτισσα μουσικός και συγγραφέας Μάρω Φιλίππου (1931-2022).

Σημαντική ήταν και η δράση του Ομίλου Φιλομούσων Αλεξανδρείας (1917), των σωματείων «Απόλλων» (1917) και «Παρνασσός» (1917), της Ελληνικής Μουσικής Εταιρείας (1925), της Ελληνικής Καλλιτεχνικής Ενώσεως Αλεξανδρείας (1925). Επίσης σημαντική δραστηριότητα ανέπτυξε και η Société Artistique, εταιρεία που παρουσίαζε στην Αλεξάνδρεια (στο Θέατρο Ζιζίνια) και στο Κάιρο παραστάσεις ιταλικών μελοδραματικών θιάσων, καθώς και παραστάσεις της Κομεντί Φρανσαίζ.

Αλεξανδρινά θέατρα και αίθουσες συναυλιών

Η πόλη διέθετε σπουδαία θέατρα και περίφημες αίθουσες εκδηλώσεων (χώροι που σε αρκετές περιπτώσεις ήταν ελληνικής ιδιοκτησίας), όπου έδιναν συναυλίες και τα ελληνικά σωματεία και μουσικά σύνολα (πέρα από τις δικές τους μικρές σκηνές). Μεταξύ αυτών ήταν το θέατρο Αλάμπρα (μετέπειτα Ελδοράδο) και το νέο Αλάμπρα, τα θέατρα Μπελβεντέρε, Μομφερράτου, Λούνα Παρκ, οι αίθουσες Πολυθέαμα, Λιφόντι, Παπαζιάν, Πτολεμαίος, η Αίθουσα της Αμερικανικής Αποστολής, το Καζίνο Αλεξανδρείας, το Καζίνο Μπελβύ, το Ξενοδοχείο-Καζίνο Σαν Στέφανο, τα Ξενοδοχεία Κλάριτζ και Σαβόυ, το Κινηματοθέατρο Ριάλτο, ο κινηματογράφος Ουρμπανόρα, τα κοσμικά κέντρα Εγκλόν (L’Aiglon), Σάτμπυ, Μεγάλος Αθηναίος (το τελευταίο ήταν γνωστό και για τα κυριακάτικα ματινέ κλασικής μουσικής), το Conservatoire Populaire, καθώς και το Conservatoire de Musique dAlexandrie που ίδρυσε το 1945 ο ελληνοϊταλικής καταγωγής Αλεξανδρινός μαέστρος και πιανίστας Πιέρο Γκουαρίνο [Piero Guarino, 1919-1991].

Επιπλέον, ο ελληνισμός της Αλεξάνδρειας διέθετε το δικό του εξαιρετικής αισθητικής και ακουστικής ευρωπαϊκό θέατρο –και ένα από τα παλαιότερα της πόλης–, το περίφημο Θέατρο Ζιζίνια που ανήγειρε το 1865 ο επιφανής Αλεξανδρινός Στέφανος Ζιζίνιας (1794-1870). Στη σκηνή του ανέβηκαν πολυάριθμες παραγωγές ευρωπαϊκών θιάσων δραματικού και λυρικού θεάτρου με πρωταγωνιστές διάσημους καλλιτέχνες της εποχής, όπως η όπερα Madama Butterfly που παρακολούθησε και ο ίδιος ο συνθέτης Τζιάκομο Πουτσίνι. Στο Θέατρο Ζιζίνια εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1888 και ο Ελληνικός Μελοδραματικός Θίασος. Παρουσίασε με μεγάλη επιτυχία τον Υποψήφιο Βουλευτή του Σπυρίδωνα Ξύνδα, καθώς και τις όπερες Αρπαγή από το Σεράι του Μότσαρτ, Λουτσία ντι Λαμερμούρ, Βετλή και Φαβορίτα του Ντονιτσέτι, Υπνοβάτιδα του Μπελίνι, Μάρκος Μπότσαρης του Καρρέρ, Αρχοντοχωριάτης του Ζάιλερ. Δυστυχώς, το ιστορικό αυτό θέατρο, μετά την πώλησή του στην Αγγλοαιγυπτιακή Τράπεζα και στη συνέχεια σε ξένο ευγενή, περιήλθε στα χέρια κληρονόμων που αποφάσισαν την κατεδάφισή του. Στη θέση του χτίστηκε το 1922 το ελληνικής ιδιοκτησίας Θέατρο Μωχάμετ Άλη, γνωστό στις μέρες μας ως Θέατρο Σάγιεντ Νταρουίς (Sayed Darwish).

Στην πνευματική καλλιέργεια των Αιγυπτιωτών Ελλήνων συνέβαλαν και τα φιλολογικά σαλόνια, τα οποία φιλοξενούσαν τα περίφημα αλεξανδρινά μουσικά και ποιητικά σουαρέ. Τέλος, το βιβλιοπωλείο-εκδοτικός οίκος του Αθανάσιου Μαρσέλου (1888/9-1953) –φιλόλογου και δεσπόζουσας φυσιογνωμίας της αλεξανδρινής κοινωνίας–, που αρχικά ονομαζόταν Νέα Ζωή (1923) και στη συνέχεια Σεράπειον, αποτέλεσε ένα ακόμα στέκι των ανθρώπων του πνεύματος.

Ελληνικές μουσικές σχολές στην Αλεξάνδρεια

Στην Αλεξάνδρεια λειτούργησαν πολυάριθμες ελληνικές μουσικές σχολές. Το 1893 η Ελληνική Φιλαρμονική Εταιρεία Αλεξανδρείας ίδρυσε τη Φιλαρμονική Σχολή, η οποία επανιδρύθηκε το 1917 μετονομαζόμενη σε Ελληνική Φιλαρμονική Σχολή Αλεξανδρείας, ενώ το 1924 μετασχηματίστηκε σε ωδείο.

Επιπλέον, λειτούργησαν το Ελληνικόν Ωδείον «Ορφεύς» της Ελληνικής Μουσικής Εταιρείας «Ορφεύς» (από το 1902), η Ελληνική Καλλιτεχνική Σχολή του Ελληνικού Καλλιτεχνικού Συλλόγου, που περιλάμβανε και τμήμα μουσικής (από το 1904), η Μουσική Σχολή του Ελληνικού Φιλοδραματικού Συλλόγου «Αισχύλος» (από το 1905), η Μουσική Σχολή Ιωάννου Δ. Βλαστού (από το 1917), η Σχολή Ομίλου Φιλόμουσων Αλεξανδρείας (από το 1918), το Μουσικό Τμήμα και η Σχολή Κλειδοκύμβαλου της Ελληνικής Ένωσης «Αισχύλος-Αρίων» (από το 1920), το Ωδείο Ελληνικού Συλλόγου «Απόλλων» (από το 1922) και το Conservatoire de Musique dAlexandrie (από το 1945).

Το 1932 το Εθνικό Ωδείο, με πρωτοβουλία του Μανώλη Καλομοίρη (1883-1962) και σε συνεργασία με το σωματείο της Ελληνικής Ένωσης «Αισχύλος-Αρίων», ίδρυσε το Παράρτημα Αλεξανδρείας που λειτούργησε μέχρι το 1966. Η ίδρυσή του υπήρξε επακόλουθο της γνωριμίας του Καλομοίρη με την Αλεξανδρινή μεσόφωνο Σπεράντζα Καλό (Ελπίδα Καλογεροπούλου, 1885-1949). Καθηγητές του διετέλεσαν διαπρεπείς καλλιτέχνες της Αλεξάνδρειας, όπως ο περίφημος Ρώσος πιανίστας Αλεξάντερ Πλότνικοφ (1895-1963), η Αλεξανδρινή, ιταλικής καταγωγής, πιανίστα Γιολάντα Σεβέρη-Ευσταθόγλου (1914-2008), η Αλεξανδρινή υψίφωνος Καλλιόπη Αντύππα (ή Αντίππα) [;], ο Αυστριακός σολίστ του μουσικού πριονιού και ακορντεονίστας Άντον Σάιν (Αnton Shein [;]), καθώς και απόφοιτοι του Εθνικού Ωδείου. Αρχικά λειτούργησε υπό τη διεύθυνση της πιανίστας Λιλής Μαυρογιάννη [;] και τη γενική διεύθυνση του Μανώλη Καλομοίρη. Η χαρισματική Πορτσαϊντιανή πιανίστα Φωτεινή (Φιφίκα) Μπρουσιανού (1945) υπήρξε η τελευταία διευθύνουσα του παραρτήματος, προτού πάψει (το 1966) οριστικά η λειτουργία του εξαιτίας των ιστορικών συγκυριών.

Σύνδεση αλεξανδρινής κοινότητας με το Ωδείο Αθηνών

Ιδιαίτερης μνείας χρήζει η στενή σχέση που ανέπτυξαν οι Αλεξανδρινοί με το μεγαλύτερο και παλαιότερο μουσικοθεατρικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της νεότερης Ελλάδας, το ιστορικό Ωδείο Αθηνών. Καταρχάς, η στήριξη του Γεωργίου Αβέρωφ προς το Ωδείο για την αποπεράτωση του κτιρίου του στην οδό Πειραιώς και τη θέσπιση μαθητικών υποτροφιών υπήρξε γενναιόδωρη. Μετά θάνατον ο Αλεξανδρινός ευεργέτης κληροδότησε στο Ωδείο σεβαστό ποσό για την καθιέρωση του ετήσιου Αβερωφείου Διαγωνισμού σύνθεσης/συγγραφής (μουσικών ή δραματικών έργων, εκ περιτροπής), την έκδοση των βραβευθέντων έργων και τη χορήγηση υποτροφιών.

Επιπρόσθετα, η αλεξανδρινή κοινότητα απευθυνόταν στο Ωδείο Αθηνών για την εξασφάλιση αποφοίτων ικανών να στελεχώσουν τα μουσικά σύνολα και τις σχολές της. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία: «[…] κατ’ έτος εκατοντάς διπλωματούχων καλλιτεχνών θ’ απεδίδοντο εις την ελληνικήν κοινωνίαν, και ότι εν γένει το Ωδείον Αθηνών ως άλλος μέγας μαστός θα ετροφοδότει μουσικώς ολόκληρον την Ανατολήν». Η μετάβαση του συνθέτη Σπυρίδωνα Παπασταθόπουλου στην Αίγυπτο αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση συνεργασίας μεταξύ των δύο φορέων. Ύστερα από αίτημα της Κοινότητας προς το Ωδείο και διαμεσολάβηση του Εμμανουήλ Μπενάκη, ο Παπασταθόπουλος ανέλαβε το 1910 τη διεύθυνση της χορωδίας του καθεδρικού ναού του Ευαγγελισμού στην Αλεξάνδρεια.

Άλλες εκφάνσεις της μουσικής δραστηριότητας στην Αλεξάνδρεια

Η μουσική δραστηριότητα στην Αλεξάνδρεια περιλάμβανε και άλλες ενδιαφέρουσες πτυχές. Αρκετοί ήταν οι αλεξανδρινοί εκδοτικοί οίκοι που εξέδιδαν παρτιτούρες, όπως μαρτυρούν οι σωζόμενες εκδόσεις (κυρίως των λεγόμενων αλεξανδρινών τραγουδιών). Μεταξύ αυτών ήταν οι εκδόσεις Άγκυρα (δεκαετία 1940), ο εκδοτικός οίκος Π. Ζανουδάκη & Σας [;], οι εκδόσεις Γεωργίου Τολμίδη [;], οι μουσικοί οίκοι Βλαχίδη και Σταματίδη (αρχές δεκαετίας 1910) και Η Λύρα των Παπασταθόπουλου & Πετρίτση [;].

Πολλά ήταν και τα ελληνικά καταστήματα δίσκων, φωνογράφων και πικάπ. Στον Σπυρίδωνα Παπασταθόπουλο ανήκε –πλην του μουσικού οίκου– ένα από τα πρώτα καταστήματα πώλησης φωνογράφων και δισκογραφημάτων της πόλης, το οποίο ξεκίνησε να λειτουργεί τη δεκαετία του 1920. Ο Παπασταθόπουλος ήταν επίσης ιδιοκτήτης της δισκογραφικής εταιρείας Disco Orfeo (μετέπειτα Orfeon Record), που εξέδωσε περισσότερα από εκατό δισκογραφήματα. Καταστήματα φωνογράφων και δίσκων με ελληνικές συνθέσεις διατηρούσαν στην Αλεξάνδρεια κατά τις δεκαετίες 1920 και 1930 και οι Στέλιος Tζουλάκης, Γεώργιος Αλεξάνδρου και Χ.[;] Καλντερόν. Τις επόμενες δεκαετίες ο Αντώνης Πλωμαρίτης εγκαινίασε στην Αλεξάνδρεια τα καταστήματα φωνογράφων, ραδιοφώνων και μουσικών οργάνων Melody, Αφοί Δικαστόπουλοι (στη συνοικία της Ιμπραημίας), Musica (στη συνοικία Καμπ Σεζάρ), αναλαμβάνοντας την αντιπροσωπεία μεγάλων εταιρειών. Ο Πλωμαρίτης –ο «Βασιλέας του Δίσκου» σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής– υπήρξε και στιχουργός πολλών τραγουδιών που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα από διάφορες εταιρείες καθώς και από τη δική του, την Ελληνική Φωνογραφική Εταιρεία «Melody» με έδρα την Αλεξάνδρεια και γραφεία στην Αθήνα. Η ζήτηση ελληνικών δίσκων υπήρξε μεγάλη. Υπολογίζεται πως προπολεμικά η Αθήνα εξήγαγε στην Αίγυπτο δίσκους που αντιστοιχούσαν στο ποσό των πέντε χιλιάδων λιρών ετησίως.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αιγυπτιώτικο Αρχείο Νίκου Νικηταρίδη

Ανυπόγραφο κείµενο, «Αφιέρωµα στον Γιάννη Χρήστου», Μουσικός Λόγος,

περιοδική έκδοση ΤΜΣ Ιονίου Πανεπιστηµίου, τεύχος 2, Νεφέλη, Αθήνα 2000

Αρχείο Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας στο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ

Αρχείο Ελληνικής Μουσικής Γεώργιος Κωνστάντζος

Αρχείο Ελλήνων Μουσουργών Θωµά Ταµβάκου (Α.Ε.Μ.Θ.Τ.)

Αρχείο Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη» του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής

Αρχείο Παναγιώτη Κουνάδη

Αρχείο Συλλόγου «Μανώλης Καλοµοίρης»

Βεγκέτι Μάριο [Vegetti Mario], Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, µτφρ. Γιάννης Δηµητρακόπουλος, Τραυλός, Αθήνα 200017

Γιαλουράκης Μανώλης, Η Αίγυπτος των Ελλήνων. Συνοπτική ιστορία του Ελληνισµού της Αιγύπτου, Καστανιώτης, Αθήνα 2006²

Γκάλβεθ Πέδρο [Gálvez Pedro], Υπατία, η γυναίκα που αγάπησε την επιστήµη, µτφρ. Λήδα Παλλαντίου, Μεταίχµιο, Αθήνα 2017

Γκουαρίνο Πιέρο [Guarino Piero], «Compositeurs d’Egypt: Jani Christou», Rythme στην περιοδική έκδοση Ωδείου Αλεξάνδρειας, Αλεξάνδρεια 1953

Έλιοτ Τόµας Στερνς [Eliot T.S.], Τα ποιήµατα 1909-1962, πρόλογος-µτφρ. σηµειώσεις-εργοβιογραφία Λέανδρος Κ. Βατάκας, Εξάντας, Αθήνα 1994

Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο Μορφωτικού Ιδρύµατος Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ)

Ιδιωτικά αρχεία των Αργύρη Κουνάδη/Γιάννη Αυγερινού/Φιφίκας Μπρουσιανού/Μιχάλη Ροζάκη/Σάββα Τσιλιγκιρίδη

Ιστορικό Αρχείο Ωδείου Αθηνών

Καβάφης Κωνσταντίνος Π. – Μητρόπουλος Δηµήτρης [Cavafy Constantine P. – Mitropoulos Dimitris], 10 Inventions (παρτιτούρα), Αθήνα, λιθ. Καρύδη, χ.χ.

Καλογερόπουλος Τάκης, Το λεξικό της ελληνικής µουσικής. Από τον Ορφέα έως σήµερα, τόµοι 4 και 5, Γιαλλελή, Αθήνα 1998

Καµαλάκης Σπυρίδων Θ., Η ευεργετική προσφορά του αιγυπτιώτη ελληνισµού. Αιγυπτιώτες εθνικοί ευεργέτες, Εκδόσεις Αγγελάκη, Αθήνα 20122

Κουνάδης Αργύρης, «Πέντε τραγούδια σε ποίηση Κωνσταντίνου Καβάφη», στον δίσκο Αργύρη Κουνάδη, Γιώργου Κουρουπού – Τραγούδια για φωνή και πιάνο σε ποίηση Σεφέρη, Καβάφη, Λόρκα, Αετοπούλειο, 1998

Λεούση Λίντα, Ιστορία της Ελληνικής Μουσικής 2000 π.Χ.-2000 µ.Χ., Άγκυρα, Αθήνα 2003³

Λουτσιάνο Άννα-Μαρτίν [Lucciano Anna-Martine], Jani Christou, The works and temperament of a Greek composer, µτφρ. Catherine Dale, Harwood Academic Publishers, Άµστερνταµ 2000

Μεράκου Στεφανία, «Αλληλογραφία Δηµήτρη Μητρόπουλου – Κωνσταντίνου Καβάφη», Μουσικός Λόγος, τεύχος 2, ΤΜΣ Ιονίου Πανεπιστηµίου, 2000

Μιχαηλίδης Ευγένιος, «Ο Βάσος Σεϊτανίδης παρουσιάζει βραδιά του Αλεξανδρινού µουσικοσυνθέτη Πέτρου Ιωαννίδη» (Αλεξάνδρεια 1948), στο Βιβλιογραφία Ελλήνων Αιγυπτιωτών (1853-1966), ΚΕΣ, Αλεξάνδρεια 1965/1966²

Μοσέ Κλωντ, Σναπ-Γκουρµπεγιόν Ανί [Mossé Claude, Schnapp-Gourbeillon Annie], Επίτοµη ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (2000-31 π.Χ.), µτφρ. Λύντια Στεφάνου, Παπαδήµα, Αθήνα 20089

Μπένγκτσον Χέρµαν [Bengtson Hermann], Ιστορία της αρχαίας Ελλάδος, µτφρ. Αντρέας Γαβρίλης, Μέλισσα, Αθήνα 1991

Νικηταρίδης Νίκος, Αιγυπτιώτικες προσωπικότητες του χθες, Εκδόσεις Αγγελάκη, Αθήνα 2017

Νικηταρίδης Νίκος, Η κοινωνική ζωή των Ελλήνων της Αιγύπτου, Εκδόσεις Αγγελάκη, Αθήνα 2019

Νικηταρίδης Νίκος, Τα ελληνικά σχολεία στην Αίγυπτο, Εκδόσεις Αγγελάκη, Αθήνα 2016

Ξανθουδάκης Χάρης, Εισαγωγή στο «Μητρόπουλος Δηµήτρης, 14 Invenzioni σε ποιήµατα του Κ.Π. Καβάφη για φωνή και πιάνο», στο Μνηµεία Νεοελληνικής Μουσικής, τόµος Β’, επιστ. επιµ. Γιάννης Σαµπροβαλάκης, ΤΜΣ/Εργαστήριο Ελληνικής Μουσικής Ιονίου Πανεπιστηµίου, Κέρκυρα 2010

Ορφεύς Μουσικόν περιοδικόν, όργανον της οµωνύµου Ελληνικής Μουσικής Εταιρείας Αλεξανδρείας, τεύχη ετών 1910-1912

Παπαϊωάννου Γιάννης Γ., Από την Ελληνική µουσική πρωτοπορία του 20ού αιώνα, ΚΣΥΜΕ και ΕΤΕΒΑ – Εταιρία Οµίλου Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1997

Σεφέρης Γιώργος, «Επί σκηνής/Α’» από τα Τρία κρυφά ποιήµατα, επιµ. Άννα Λόντου, Ίκαρος, Αθήνα 1966

Σουλογιάννης Ευθύµιος Θ., Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας 1843-1993, ΕΛΙΑ, Αθήνα 1994

Συλλογικό, Description de l’Égypte, ou Recueil des observations et des recherches qui ont été faites en Égypte pendant l’expédition de l’armée française, publié par les ordres de sa majesté l’empereur Napoléon le Grand, De l’imprimerie impériale, Παρίσι 1809-1929

Συµεωνίδου Αλέκα, Λεξικό Ελλήνων συνθετών, Φ. Νάκας, Αθήνα 1995¹

Τοµαρά-Σιδέρη Ματούλα, Αλεξανδρινές Οικογένειες: Χωρέµη-Μπενάκη-Σαλβάγου, Κέρκυρα, Αθήνα 2004

Φιλίππου Μάρω, Οι χαµένες µουσικές της Αιγύπτου. Από τον τυφλό αρπιστή στον τυφλό πιανίστα, Κέδρος, Αθήνα 2005

Διαδικτυακές πηγές
(ηµεροµηνία πρόσβασης: 1/10/2023)

Αγραφιώτη Έφη, Μουσικό πορτραίτο: Για τον Αργύρη Κουνάδη, 2015, www.tar.gr

Αναγνωστόπουλος Γιώργος, Κωνσταντίνος Π. Καβάφης: Ο ερωτισµός µέσα από την ανάκληση της µνήµης, 2020, www.gnomionline.gr

Bibliothèque Nationale de France (BnF)/Gallica, https://gallica.bnf.fr

Εγκυκλοπαίδεια Britannica, www.britannica.com

Εικονικό Μουσείο Αρχείου Κουνάδη, www.vmrebetiko.gr

Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας, www.ekalexandria.org

Ζουλιάτης Κωστής, «Γιάννης Χρήστου, T.S. Eliot, Peter Du Sautoy: Επτά επιστολές για έξι τραγούδια», Μουσικός Ελληνοµνήµων, τεύχος 5, ΤΜΣ Ιονίου Πανεπιστηµίου, Κέρκυρα 2010/αναθεωρηµένη εκδοχή 2020, www.academia.edu

Κώστιος Απόστολος, Οι 10 Inventions του Δηµήτρη Μητρόπουλου, 2011, www.dimitrimitropoulos.gr/2010-04-11-08-14-38/gia9dm10inventions.html

Ταχυδρόµος/Οµόνοια Εφηµερίδα Αλεξανδρείας, φύλλα ετών 1890-1971, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, https://library.parliament.gr

The Oxford Dictionary/Oxford Reference, www.oxfordreference.com