Συνέντευξη του Αρχιμουσικού Στέφανου Τσιαλή στον δημοσιογράφο Petruș Costea

Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της Εστίας του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού στο Βουκουρέστι,
στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ «George Enescu»,
για την ιστοσελίδα των Βιβλιοπωλείων Cărturești.

Στις 4 Σεπτεμβρίου, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ «George Enescu», ο Στέφανος Τσιαλής, πρώτος Αρχιμουσικός και Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών από το 2014 μέχρι το 2020, διεύθυνε την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στη σκηνή του Ρουμανικού Ωδείου. Μετά ενός λεπτού σιγής προς τιμήν του μεγάλου Έλληνα συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, το κοινό παρακολούθησε τους πέντε χορούς του Νίκου Σκαλκώτα, τη «Φαντασία για πιάνο και ορχήστρα» του George Enescu και τη «Συμφωνία» του César Franck.

Η επίσκεψή σας στο Βουκουρέστι συμπίπτει με μια περίοδο βαθέως πένθους για την Ελλάδα, και αναφέρομαι εδώ στο θάνατο του συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, μερικά έργα του οποίου έχετε άλλωστε διευθύνει (Μήδεια, Οιδίπους Τύραννος ή η μουσική του Αλέξη Ζορμπά). Ποια θέση κατέχει ο Μίκης Θεοδωράκης στο σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό; Πότε και πώς έχετε γνωρίσει τον συνθέτη;

Η απάντηση στην πρώτη ερώτηση είναι ότι, πολύ εύστοχα νομίζω η Καθημερινή έγραψε, έφυγε ο τελευταίος μεγάλος θρύλος της Ελλάδας. Πραγματικά, ένας άνθρωπος θεσμός για την Ελλάδα, ο οποίος, βέβαια, έκανε γνωστό το μικρό πολιτισμό της Ελλάδας, το σύγχρονο πολιτισμό της, έξω από τα σύνορα της χώρας. Στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας: εγώ γνώρισα τον Μίκη Θεοδωράκη στην πρώτη γερμανική εκτέλεση της όπεράς του Μήδεια στο Μeiningen της Γερμανίας, όπου κάναμε το 1995 μια βερσιόν ειδικά γι’ αυτό το θέατρο, γι’ αυτήν την όπερα. Και έκτοτε συνεργαστήκαμε συχνά. Έπαιξα με μια ορχήστρα δωματίου που είχαν ηχογραφήσει για το γερμανικό ραδιόφωνο πάρα πολλά έργα για ορχήστρα δωματίου και έχω διευθύνει πολλά έργα του. Γνωριζόμασταν καλά και, όπως καταλαβαίνετε, και για μένα ήταν μια τομή, τέλος πάντων.

Έχετε ξαναέρθει στο Βουκουρέστι. Πότε το επισκεφτήκατε πρώτη φορά και με ποια ευκαιρία;

Το 2001, επειδή έχω διευθύνει νομίζω στην Κραϊόβα, και είχα φίλους έδω πέρα και ήρθα και τους επισκέφτηκα. Και μετά το 2004, με την Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας, και το 2005 και το 2007 με την Filarmonica Enescu. Οπότε ήξερα την αίθουσα και θυμάμαι ότι είχε μια πολύ καλή ακουστική. Και έχω πολλούς Ρουμάνους φίλους, γιατί στην Γερμανία όλες οι ορχήστρες έχουν και Ρουμάνους μουσικού μέσα. Η νοοτροπία δεν είναι ίδια, αλλά υπάρχουν πολλά κοινά. Μια πολύ μεγάλη επιφυλακτικότητα απέναντι σε οποιασδήποτε μορφής εξουσία.

Σήμερα το απόγευμα, διευθύνατε πέντε χορούς του Νίκου Σκαλκώτα. Επιπλέον, από τη δισκογραφική εταιρεία Naxos ήδη κυκλοφορεί το δεύτερο σας CD με μουσική του Έλληνα συνθέτη. Ετοιμάζετε και άλλες ηχογραφήσεις με το έργο του;

Ο σκοπός είναι να ηχογραφήσουμε και την δεύτερη, και την τρίτη σειρά των Χορών, γιατί έχει γράψει 36, και έχουμε ηχογραφήσει μόνο την πρώτη σειρά. Αλλά αυτό είναι λίγο αυτή τη στιγμή αβέβαιο και για οικονομικούς λόγους και γιατί άλλαξε η διεύθυνση στην Κρατική Ορχήστρα. Αλλά έχω πολύ καλές σχέσεις με τον καινούργιο διευθυντή, και φαντάζομαι γιατί όχι, νομίζω ότι θα υπάρξει ενδιαφέρον για συνέχεια. Γιατί ο Σκαλκώτας, πιστεύω, είναι από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες, άγνωστος δυστυχώς.

Αυτή είναι και η επόμενη ερώτηση που ήθελα να σας κάνω. Σε ποιο βαθμό είναι γνωστός ο Σκαλκώτας εκτός των συνόρων της Ελλάδας;

Αν σας πω ότι και στην Ελλάδα δεν είναι ιδιαίτερο γνωστός… Γιατί; Γιατί ο Σκαλκώτας πρώτα απ’ όλα έγραψε πολλά έργα σε δωδεκαφθογγικό στύλ. Ήταν ένας από τους καλύτερους μαθητές του Schönberg τον οποίον εκτιμούσε πάρα πολύ, αν και είχαν δύσκολη σχέση. Το 1933 ο Σκαλκώτας γύρισε στην Ελλάδα, λόγω των ναζί – ο Schönberg έπρεπε να φύγει, γιατί ήταν εβραίος –, και έπαιζε βιολί σ’ αυτή την ορχήστρα, τελείως παραγνωρισμένος. Πολλοί συνθέτες στην Ελλάδα δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν το ταλέντο του, γιατί, εντάξει, φαινόταν ότι τους ήταν ανώτερος, και ξεχάστηκε. Και τα τελευταία χρόνια γίνεται μια προσπάθεια από την BIS για να ηχογραφηθούν τα έργα του. Με την BBC Orchestra, για παράδειγμα, έχουν γίνει οι Χοροί, με τον Νίκο Χριστοδούλου σαν μαέστρο. Κι εμείς έχουμε αρχίσει μια προσπάθεια τώρα σαν Κρατική Ορχήστρα. Εγώ θεωρώ το Σκαλκώτα πολύ μεγάλο συνθέτη και το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι πολλοί μαέστροι όπως ο Herbert Blomstedt ή ο Daniel Barenboim εκτιμούν πάρα πολύ το Σκαλκώτα. Απλά, είναι μια δύσκολη μουσική, οι Χοροί εντάξει είναι λαϊκή μουσική, βέβαια, με μοντέρνα νοοτροπία, αλλά πολλά έργα του είναι δύσκολα.

Τρεις από τους σημερινούς χορούς του Σκαλκώτα έχουν ηχογραφεί, στις αρχές της δεκαετίας του 50, από το μεγάλο διευθυντή ορχήστρας Δημήτρη Μητροπούλου. Πιστεύετε ότι ο έντονος τρόπος με τον οποίο διεύθυνε αυτός, μάλιστα στις ζωντανές συναυλίες, εκφράζει κάπως την ελληνική ψυχή; Υπάρχει κάποια ηχογράφησή του που να εκτιμάτε ιδιαίτερα; Γιατί;

Ο Μητρόπουλος έχει ηχογραφήσει πάρα πολύ και υπάρχουν πολύ ωραίες ηχογραφήσεις. Είχε μια πολύ πλαστική άποψη για το τέμπο, ήταν πολύ ευέλικτο το τέμπο, υπάρχει μια εξαιρετική εκτέλεση της Ηλέκτρας, δεν θυμάμαι πια ορχήστρα, και της Τρίτης του Mahler, όπου είναι πολύ ευέλικτο το τέμπο, βέβαια, δημιουργεί πολύ έντονο ήχο, ήταν ένας άνθρωπος που είχε ένα σφρίγος εξαιρετικό και πολύ μεγάλο, μια απίστευτη μνήμη, απίστευτο αυτί, άκουγε τα πάντα, διεύθυνε τα πάντα απέξω και τις πρόβες, απίστευτη φυσιογνωμία. Απλά, θεωρώ ότι ίσως ήταν γι’ αυτό το business που χρειάζεται να έχεις και μια εσωστρέφεια… ήταν ένας πολύ εσωστρεφής άνθρωπος και ασκητικός. Ξέρετε, ήταν πολύ κοντά στην ορθοδοξία, σίγουρα είχε προβλήματα επειδή στην Ελλάδα τότε ήταν πολύ δύσκολο να είσαι ομοφυλόφιλος, και είχε πολύ μεγάλη δυσκολία, σίγουρα είχε μια καταπίεση μέσα του, ίσως κι αυτό να το έκανε εσωστρεφή, δεν ξέρω.

Θα ήθελα να κάνω μια μικρή παρένθεση. Σκεφτείτε μια μικρή σαν την Ελλάδα που δεν έχει την παράδοση που έχουν η Ρουμανία στην κλασική μουσική, η Τσεχία, η Γερμανία, η Ρωσία. Κι όμως δείτε καλλιτέχνες όπως Ξενάκης, που γεννήθηκε βέβαια στην Ρουμανία, Σκαλκώτας, Θεοδωράκης, Καβάκος, Κουρεντζής, Κάλλας, Mπάλτσα κτλ.

Έχετε όντως προσφέρει πολύ στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Πάμε στην επόμενη ερώτηση. Έχετε σπουδάσει στην Ελλάδα, τη Δανία και την Αυστρία. Έχετε παρακολουθήσει masterclasses με περίφημους διευθυντές, όπως οι Leonard Bernstein και Vaclav Neumann. Ποιος είναι ο μουσικός που σας έχει επηρεάσει περισσότερο;

Υπάρχουνε οι ίδιοι οι δάσκαλοι, έχω αλλάξει αρκετούς δασκάλους, γιατί δεν έβρισκα πάντα αυτό που ήθελα, οπότε υπάρχει το επίπεδο του δασκάλου και το επίπεδο του μαέστρου, των κορυφαίων, ας πούμε. Όσον αφορά στους κορυφαίους, ο Carlos Kleiber είναι κοντά στο ιδανικό. Ο Kleiber δε διευθύνει τη μουσική, είναι η μουσική. Έχει ένα ταλέντο… τα χέρια του πάνε εκεί που πρέπει, δεν ξέρω πως κάνει αυτό το πράγμα, δεν ξέρω. Από του δασκάλους μου, ο Uroš Lajovic από Σλοβενία, ήταν και διευθυντής της Ορχήστρας του Βελιγραδίου και της Σλοβενίας, νομίζω. Δεν ξέρω αν έχει διευθύνει στο Βουκουρέστι. Σημαντική φυσιογνωμία για μένα, συνδύαζε πολύ καλό αναλυτικό μυαλό, αλλά και μουσική εγκαρδιότητα.

Αν μας επιτρεπόταν ένα ταξίδι στο χρόνο, ο βοηθός ποιανού διευθυντή του περασμένου αιώνα θα σας άρεσε να είσαστε;

Κανενός, γιατί οι περισσότεροί τους είναι αρκετά δύσκολες προσωπικότητες. Αλλά επειδή η ερώτηση μου αρέσει, θα πω που θα ήθελα να βρίσκομαι. Στο Βερολίνο της δεκαετίας του ’20, στην εποχή του Brecht, του Wozzeck, του μπαπά Kleiber, της Kroll Opera, με τον Otto Klemperer, τον Bruno Walter.

Τι σας τραβάει σ’ αυτήν την περίοδο;

Το ότι ήταν τρελή περίοδος. Ξέρετε, την εποχή του Κάιζερ, οι γυναίκες είχαν κορσέ, και ήταν έτσι, σφιγμένες, και όταν έφυγε ο Κάιζερ, έφυγε και ο νόμος επί το τι επιτρέπεται στην τέχνη να γίνεται, και ξαφνικά υπήρξε μια έκρηξη δημιουργικότητας, οι γυναίκες φόρεσαν παντελόνια, κόψανε τα μαλλιά τους και καπνίζανε. Καταλαβαίνετε τι άλλαξε και πόσο γρήγορα, ήταν μια περίοδος απίστευτης δημιουργικότητας, βέβαια, τρομερών κοινωνικών συγκρούσεων, οι νάζι και οι κουμουνιστές σφάζονται στους δρόμους κτλ. Η περίοδος από το 1918 μέχρι το 1933 ήταν και η εποχή που θα μπορούσα να γνωρίσω και το Σκαλκώτα. Θα μου άρεσε πάρα πολύ να το γνωρίσω, γιατί ήταν στο Βερολίνο εκείνη την εποχή.